Parallel Search
Results for: "ζευγαρωτός"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- ζευγαρωτά (1) [ζευγαρωτός - A:Nnp:Anp:Vnp, ζευγαρωτά - ADV]
-
M1137 P010 L057 … πουλί οικογενειακό. Δηλαδή, ζει ζευγαρωτά με τον αρσενικό της, όχι σε κοπά…