Parallel Search
Results for: "Θ*"
1 λέξη με 3 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- θρονιαστεί (3) [θρονιάζομαι - :F3s:S3s]
-
M1605 P006 L011 …, και μόλις χωθεί εκεί μέσα και θρονιαστεί για τα καλά, διαποτίζει τα ήθη …
P3452 P003 L006 …ια εγώ αλλά η αμαρτία, που έχει θρονιαστεί μέσα μου. Συνεπώς, η πείρα δεί…
P6267 P003 L005 …ινακίδα "κέντρο του λόγου" είχε θρονιαστεί η "μητρική γλώσσα", τα ελληνικά…