Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

σκαρβελώνω (1) [σκαρβελώνω - V:W:P1s:D1s:T1s]

P6513 P002 L009   …εχτικό άγνωστο στην κοινή (π.χ. σκαρβελώνω αντί σκαρφαλώνω), ενώ ιδιωτισμό…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go