Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

ξεκαπάκωσα (1) [ξεκαπακώνω - V:J1s]

N3148 P006 L041   …ην ετοιματζήδικη, την κονσερβέ, ξεκαπάκωσα την πλαστικούρα από πάνω, κοτσά…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go