Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

μεταρσιώνει (1) [μεταρσιώνω - V:P3s:D3s:T3s]

P3393 P003 L005   …ας, χωρίς συμβιβασμούς, να τους μεταρσιώνει μάλλον σε μια ένταση συγκινησια…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go