Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

μερώσει (1) [μερώνω - V:F3s:S3s]

N0572 P007 L022   …ς - το χρήμα τους αδύνατον να την μερώσει. Σαν να ακούγεται ο ήχος της καθώ…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go