Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

2 λέξεις με 2 εμφανίσεις [1-2]

μανουρώνω (1) [μανουρώνω - V:W:P1s:D1s:T1s]

P4774 P043 L216   …άτω + γη) • κούδα, η = η πέτρα • μανουρώνω = κρυώνω • μαντανία, η = η κουβέ…

μανούρωνε (1) [μανουρώνω - V:I3s:Y2s:C3s]

P4774 P040 L189   … της κλώτσαγε το σκέπασμα και θα μανούρωνε ξέσκεπη ως την αυγή. Απ' εδώ μερ…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go