Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

2 λέξεις με 2 εμφανίσεις [1-2]

κοκαλώνω (1) [κοκαλώνω - V:W:P1s:D1s:T1s]

P6785 P003 L006   …απηδώ, μένω με ανοιχτό το στόμα, κοκαλώνω, κερώνω -απρόσεχτος οδηγός, αφηρ…

κοκαλώσει (1) [κοκαλώνω - V:F3s:S3s]

N0080 P006 L010   …η τη Λεωφόρο Κατεχάκη, που είχαν κοκαλώσει τρένα και αεροπλάνα σ' όλη τη χώ…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go