Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

βαλσαμώσει (1) [βαλσαμώνω - V:F3s:S3s]

N0041 P003 L004   …πόρχες - με το οποίο τον έχουμε βαλσαμώσει για να μη μας πιάνει η μπόχα το…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go