Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

ατσάλωσαν (1) [ατσαλώνω - V:J3p]

N0582 P008 L014   … στις διώξεις των χριστιανών που ατσάλωσαν αντί να καταβάλλουν την πίστη το…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go