Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

αποτεφρώσει (1) [αποτεφρώνω - V:F3s:S3s]

M1190 P004 L020   …δια του αμερικανικού στρατού να αποτεφρώσει χημικά όπλα στο Όρεγκον".| ΜΕΓΑ…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go