Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*ώνω*"

2 λέξεις με 2 εμφανίσεις [1-2]

ανασήκωσαν (1) [ανασηκώνω - V:J3p]

N1706 P007 L023   …αν φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, ανασήκωσαν τα μανίκια, άνοιξαν συρτάρια, ν…

ανασηκώσω (1) [ανασηκώνω - V:F1s:S1s]

P7074 P004 L007   … από τη μεγάλη πέτρα, για να την ανασηκώσω. Ο λοστός δούλεψε σαν ..........…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go