Parallel Search
Results for: "*φορ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- σκευοφόρο (1) [σκευοφόρος - A:Ams:Nns:Ans:Vns, σκευοφόρος - A+sv:Afs]
-
P1289 P009 L016 … τον Εβδομαδιαίο Κήρυκα μέσα στη σκευοφόρο ενός τρένου. Ξεκίνησε όμως σε λί…