Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*λογ*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

τσιμπολογάει (1) [τσιμπολογάω - V:P3s:D3s:T3s]

M0412 P006 L009   …εια των παιδικών του χρόνων να τσιμπολογάει (peck = ραμφίζω) το φαγητό του…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go