Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "*λογ*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

ελεεινολογείται (1) [ελεεινολογούμαι - :P3s:D3s:T3s]

N1893 P003 L006   …ξη κουρελή και αξιοθρήνητο να ελεεινολογείται από τον προδομένο χορό των γε…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go