Parallel Search
Results for: "*αφ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- αφειδώλευτα (1) [αφειδώλευτος - A:Nnp:Anp:Vnp, αφειδώλευτα - ADV]
-
N2648 P004 L012 …αρκώσουν.| Κι εκείνοι δανείζουν αφειδώλευτα τους εαυτούς τους, προσφέρουν σ…