Parallel Search
Results for: "σπινθηροβολώ"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- σπινθηροβόλησαν (1) [σπινθηροβολάω - V:J3p, σπινθηροβολώ - V:J3p]
-
N1938 P003 L009 …άσινα μάτια δίπλα στον δρόμο. Σπινθηροβόλησαν στιγμιαία και ύστερα χάθηκαν.…