Μελέτες για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία 

Μελέτες σε θέματα της λογοτεχνίας 

 

Μετάφραση

1. MOUNIN, G. 2002. Τα θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης. Μτφρ. Ιωάννα Παπασπυρίδου. Eπιμ. Νάσος Κυριαζόπουλος, Δ.Φ. Αθήνα: Π. Τραυλός. Τίτλος πρωτοτύπου Les problèmes théoriques de la traduction (Παρίσι: Éditions Gallimard, 1963)

Ανθή Βηδενμάιερ

Ο γάλλος γλωσσολόγος Georges Mounin - ψευδώνυμο του Louis Julien Leboucher - (1935-1992) δίδαξε γλωσσολογία και σημασιολογία στο Πανεπιστήμιο της Προβηγκίας και θεωρείται ο ιδρυτής της γλωσσολογικής θεωρίας στη μετάφραση στη Γαλλία.

Το έργο αυτό αποτελεί τη διδακτορική διατριβή του, η οποία δημοσιεύτηκε το 1963 στη Γαλλία, ενώ στα ελληνικά μεταφράστηκε μόλις το 2002. Η μεγάλη αυτή καθυστέρηση της δημοσίευσής της στην Ελλάδα αφενός οφείλεται στο όψιμο ενδιαφέρον για τη μεταφρασεολογία στη χώρα μας, αφετέρου αποδεικνύει ότι συνεχίζει να παραμένει ένα κλασικό έργο που επιδιώκει να αποσαφηνίσει τη μεταφραστική διαδικασία και τα προβλήματά της. Επικεντρώνεται στις γλωσσολογικές προσεγγίσεις μέχρι την εποχή της συγγραφής του, τις οποίες παρουσιάζει με εξαιρετικά αναλυτικό και συστηματικό τρόπο. Υποστηρίζει ότι η διερεύνηση των θεωρητικών προβλημάτων της μετάφρασης πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της γλωσσολογίας, εφόσον η μετάφραση είναι ένα γλωσσικό ζήτημα, καταλήγει, ωστόσο, ότι η γλωσσολογική ανάλυση δεν μπορεί να καλύψει το φάσμα των μεταφραστικών προβλημάτων, και ότι για την εξέταση της μεταφραστικής διαδικασίας είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη οι εξωγλωσσικοί παράγοντες, οι οποίοι όμως απαιτούν μια πολιτισμική και φιλολογική μελέτη. Σε μια εποχή σφιχτού ακόμη εναγκαλισμού της μετάφρασης από τη γλωσσολογία, αυτή η θέση του Georges Mounin θεωρείται καινοτόμος, καθώς αποδεικνύει ότι μετάφραση δεν σημαίνει αντικατάσταση των σημείων από μια γλώσσα σε μια άλλη, αλλά μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο, από έναν πολιτισμό σε έναν άλλο πολιτισμό και από μια ιστορική περίοδο σε μια άλλη. Η άποψή του ότι η επιτυχία ή η αποτυχία μιας μετάφρασης πρέπει να αποτιμάται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κειμένου καθώς και ενός συγκεκριμένου ζεύγους γλωσσών, προετοιμάζει το έδαφος για τις λειτουργικές θεωρίες. Η δε ενασχόλησή του με τον ίδιο τον μεταφραστή αποδεικνύει τον - ακόμη και σήμερα - επίκαιρο χαρακτήρα αυτού του έργου, το οποίο θεωρείται ένα θεμελιώδες εγχειρίδιο για την εισαγωγή στη μετάφραση.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην εξαιρετική δουλειά της μεταφράστριας Ι. Παπασπυρίδου και του επιμελητή Ν. Κυριαζόπουλου, που κατόρθωσαν να μεταφέρουν την αμεσότητα και τη σαφήνεια της γλώσσας του Mounin στα ελληνικά, αποδίδοντας παράλληλα ένα πλήθος γλωσσολογικών κυρίως όρων με ορθότητα και ακρίβεια.

Η θέση της μετάφρασης

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Mounin θέτει τα ερωτήματα που εξετάζει το έργο του και στο πρώτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ γλωσσολογίας και μετάφρασης, ξεκινώντας από το παράδοξο γεγονός ότι η μεταφραστική δραστηριότητα παραμένει αποκλεισμένη από τη γλωσσική επιστήμη και διατηρείται στο επίπεδο της εμπειρικής τέχνης. Υποστηρίζει ότι απαιτείται - ήδη το 1963 - η εκπόνηση μιας μεταφραστικής πραγματείας, εξαιτίας, πρώτον, της ταχύτατης ανάπτυξης της μεταφραστικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς, ιδίως μετά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Δεύτερον, εξαιτίας της ενδεχόμενης χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών ως μεταφραστικών μηχανών, γεγονός που θα απαιτούσε την ανάλυση των μεταφραστικών διεργασιών αυτών καθαυτών, ώστε να καταστεί δυνατή η επεξεργασία τους από τους υπολογιστές. Και, τρίτον, εξαιτίας της αποδεδειγμένης από την πράξη αντίφασης μεταξύ αφενός της ίδιας της ύπαρξης της μετάφρασης και αφετέρου των συμπερασμάτων της σύγχρονης γλωσσολογίας: ότι δηλαδή η μετάφραση είναι πρακτικά αδύνατη εξαιτίας της διαφορετικής λεξιλογικής, μορφολογικής και συντακτικής δομής των διαφόρων γλωσσών.

Ο Mounin αντιπαρέρχεται το δίλημμα αν η θεωρητική δυνατότητα της μεταφραστικής δραστηριότητας πρέπει να αποκλειστεί στο όνομα της γλωσσολογίας ή αν η ισχύς των γλωσσολογικών θεωριών πρέπει να αμφισβητηθεί στο όνομα της μεταφραστικής δραστηριότητας. Έτσι, πολλές δεκαετίες πριν η σύγχρονη μεταφρασεολογία μετατοπίσει στο επίκεντρο της μελέτης τον ίδιο τον μεταφραστή, ο Mounin εξετάζει «τί ακριβώς κάνουν οι μεταφραστές όταν μεταφράζουν» (σελ. 16) καθώς και το «πότε, πώς και γιατί η ισχύς των μεταφράσεών τους δεν αμφισβητείται στην πράξη από την κοινωνική πρακτική, ενώ - θεωρητικά - η γλωσσολογία θα έτεινε να την απορρίψει» (σελ. 16).

Στο δεύτερο κεφάλαιο, υπογραμμίζει το γεγονός ότι μέχρι τότε ο τρόπος προσέγγισης της μετάφρασης από τους γλωσσολόγους βρισκόταν στο περιθώριο των μελετών τους, ότι το λήμμα «μετάφραση» λείπει από τις εγκυκλοπαίδειες και ότι η αντιμετώπιση της μετάφρασης παραμένει εμπειρική. Ευθύνη, ωστόσο, φέρουν και οι ίδιοι οι μεταφραστές, υποστηρίζει, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τη μετάφραση πρωτίστως ως τέχνη και αρνούνται ότι πρόκειται για μια διαδικασία που «άπτεται αυστηρά της επιστημονικής γνώσης και ειδικότερα της γλωσσολογικής ανάλυσης» (σελ. 20).

Ακολούθως, αναλύει αρχικά τις δύο ακραίες θέσεις, αφενός ότι η μετάφραση είναι μια διαδικασία sui generis που δεν μπορεί να εξαντληθεί αποκλειστικά στα όρια της γλωσσολογίας, και αφετέρου ότι οι τεχνικές και τα προβλήματα της μετάφρασης πρέπει να μελετηθούν υπό το φως των τεχνικών ανάλυσης που χρησιμοποιούνται στη γλωσσολογία και καταλήγει ότι «όπως η ιατρική έτσι και η μετάφραση παραμένει ακόμη μια τέχνη - αλλά μία τέχνη βασισμένη σε μια επιστήμη» και ότι «τα θεωρητικά προβλήματα που δημιουργούνται εξαιτίας της νομιμότητας ή μη και της δυνατότητας ή μη της μεταφραστικής διαδικασίας μπορούν να διασαφηνιστούν κατ' αρχάς μόνο μέσα στα πλαίσια της γλωσσικής επιστήμης» (σελ. 23).

Η απόλυτη μεταφρασιμότητα

Για να διασαφηνίσει αυτά ακριβώς τα θεωρητικά προβλήματα κατά τη μεταφραστική διαδικασία τα ταξινομεί σε πέντε κατηγορίες: γλωσσικά εμπόδια, λεξιλόγιο, κοσμοθεωρίες, πολιτισμοί και σύνταξη, οι οποίες αποτελούν και τα ακόλουθα πέντε μέρη του βιβλίου.

Έτσι, στο δεύτερο μέρος εξετάζει τα γλωσσικά εμπόδια και, ειδικότερα στο τρίτο κεφάλαιο, τις γλωσσολογικές θεωρίες που αφορούν τη σημασία. Ξεκινά από τον F. Saussure, ο οποίος κλόνισε την παραδοσιακή αντίληψη ότι «η γλώσσα είναι μια διαδικασία ονοματοθεσίας, ένας κατάλογος όρων που αντιστοιχούν στα ανάλογα πράγματα … [γεγονός] που προϋποθέτει προκατασκευασμένες ιδέες οι οποίες προϋπάρχουν των λέξεων» (σελ. 27) και καταλήγει ότι για αυτό τον λόγο «η κατά λέξη μετάφραση δεν μπόρεσε ποτέ να λειτουργήσει με ικανοποιητικό τρόπο, διότι οι λέξεις δεν καλύπτουν αναγκαστικά την ίδια εννοιολογική επιφάνεια στις διάφορες γλώσσες» (σελ. 33).

Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύει με συστηματικότητα τις θεωρίες των L. Bloomfield, Z. S. Harris και L. Hjelmslev, οι οποίες παρακάμπτουν τη σημασιολογία χάριν μιας επιστημονικής μεθοδολογίας κατά την περιγραφή των γλωσσικών δομών και περιορίζονται στη φορμαλιστική ανάλυση των κειμένων. Η επικρατούσα στη γλωσσολογία αντίληψη ότι μετάφραση είναι «η μετατροπή της περιεκτικότητας ενός βαρελιού από λίτρα σε γαλόνια, ενώ η περιεκτικότητα παραμένει πάντα η ίδια και [επομένως] και στις δύο περιπτώσεις αποδίδεται το ίδιο ποσοστό πραγματικότητας» (σελ. 48) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μεταφραστικές δυσκολίες αποτελούν τυχαίο γεγονός. Επομένως θα πρέπει να αποδίδονται στον μεταφραστή, ο οποίος δεν κατορθώνει να αντιληφθεί επακριβώς την ουσία του περιεχομένου της γλώσσας-πηγής ή δεν κατέχει επαρκώς τα μέσα των μορφών του περιεχομένου και της έκφρασης στη γλώσσα-στόχο ή είναι ατάλαντος και δεν κατορθώνει να αναπαραγάγει την αισθητική του πρωτοτύπου.

Η μη μεταφρασιμότητα

Στον αντίποδα αυτής της απόλυτης μεταφρασιμότητας βρίσκονται οι φιλοσοφικές απόψεις που ξεκινούν από τον W. v. Humboldt και συνεχίζουν με τους νέο-καντιανούς ή νέο-χουμπολντιανούς επιγόνους του, υποστηρίζοντας ότι η γλώσσα προκαθορίζει τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Αναφέρει διάφορα παραδείγματα, όπως το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Hjelmslev για τη διαφορετική σημασία του σκύλου στους Εσκιμώους, που τον χρησιμοποιούν ως υποζύγιο, στους Πέρσες, για τους οποίους είναι ιερό ζώο, και για τις δυτικές κοινωνίες όπου είναι κατοικίδιο (σελ. 51). Η δομική γλωσσολογία ασχολείται πλέον με αυτές τις απόψεις και αποδέχεται ότι το περιεχόμενο και η γλωσσική μορφή δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά. Ακόμη περισσότερο προχωρά ο B. L. Whorf, ο οποίος, κυρίως μέσα από αναλύσεις των γλωσσών των αυτοχθόνων της βόρειας Αμερικής, υποστηρίζει στη γνωστή υπόθεση Sapir και Whorf ότι η διαφορετική από λαό σε λαό γλωσσική οργάνωση της εμπειρίας του κόσμου και επομένως η διαφορετική κατάτμηση της κοσμοαντίληψης οδηγεί σε διαφορετικές σημασιολογικές μονάδες. Αναλυτικά αναφέρεται ο Mounin στους εκπροσώπους της άποψης ότι η γλώσσα είναι μια κοσμοθεώρηση, για να καταλήξει ότι «αυτή η θεωρία προϋποθέτει την κατά γράμμα άρνηση (πολύ πιο ριζικά από ό,τι οι κριτικές του προηγούμενου κεφαλαίου σχετικά με την έννοια της σημασίας) οποιασδήποτε μεταφραστικής δραστηριότητας» (σελ. 55). Ωστόσο, για να κατανοήσουμε και ίσως να επιλύσουμε τα θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης, πρέπει, όπως το διατυπώνει ο A. Martinet, να αποδεχθούμε το γεγονός ότι «η γλώσσα είναι ένα όργανο επικοινωνίας σύμφωνα με το οποίο η ανθρώπινη εμπειρία αναλύεται διαφορετικά μέσα σε κάθε κοινότητα» (σελ. 62), γεγονός που μόνο φαινομενικά καταστρέφει τη δυνατότητα μετάφρασης.

Μετά την εξέταση των προβλημάτων της εσωτερικής γλωσσολογίας, ο Mounin εξετάζει στο πέμπτο κεφάλαιο ένα διαφορετικό είδος γλωσσικών εμποδίων που αφορούν την εξωτερική γλωσσολογία και την κοινωνιολογία, την πολιτισμική ανθρωπολογία και την εθνολογία: το ενδεχόμενο «κατά βάθος, ένας πολιτισμός να είναι απρόσιτος για τους υπόλοιπους» (A. Malraux, σελ. 63). Εδώ εστιάζει ιδιαίτερα στον E. Nida, του οποίου το έργο αποκαλεί 'συνεκτικό ιστό', καθώς η θεωρία του είναι η πιο συστηματική μέχρι εκείνη την εποχή. Αναφέρεται ένα πλήθος παραδειγμάτων κυρίως από τη μετάφραση της Βίβλου, με την οποία ασχολήθηκε ο Nida - πώς μεταφράζονται οι λέξεις ποτάμι ή λίμνη σε φυλές που δεν τα γνωρίζουν καθόλου; - για να δείξει πως η μετάφραση αποτελεί ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, σε διαφορετικούς κόσμους, λιγότερο ή περισσότερο απροσπέλαστους μεταξύ τους. Έτσι «το χάσμα ανάμεσα σε δύο δεδομένες κουλτούρες αποτελεί μια επιπλέον δυσκολία και προβάλλεται από τις ίδιες τις γλώσσες ως επιχείρημα κατά της πλήρους μετάφρασης» (σελ. 72).

Σημασιολογικά προβλήματα

Το τρίτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα προβλήματα που δημιουργεί το ίδιο το λεξιλόγιο στη μετάφραση, όταν πλέον θεωρηθεί όχι ως ονοματοθεσία αλλά ως ένα σύνολο δομών. Δηλαδή ως ένα σημασιολογικό πεδίο, όπου το νόημα της κάθε λέξης εξαρτάται από το πλέγμα των αντιθέσεων που διατηρεί με όλα τα άλλα συστατικά του πεδίου. Παραθέτει και πάλι μια σειρά από παραδείγματα για την καλύτερη κατανόηση της εκτενούς θεωρητικής ανάλυσης, όπως η λέξη σπίτι που για ένα μικρό παιδί μπορεί να είναι κάθε είδους κατοικία, μεγαλώνοντας όμως μαθαίνει να διαφοροποιεί ανάμεσα σε βίλα, εξοχικό, ουρανοξύστη κ.ο.κ. και πώς κάθε νέος όρος προσθέτει μια νέα θηλιά στο γλωσσικό δίχτυ, η οποία δημιουργείται μέσω μιας διαφοροποίησης που δεν υπήρχε πριν. Επομένως, οι διαφορετικές δομές του ίδιου σημασιολογικού πεδίου δεν μπορεί να είναι ίδιες σε διαφορετικές γλώσσες, γεγονός που επίσης μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση της μεταφραστικής δυνατότητας.

Καθώς όμως «η μετάφραση ως πρακτική προηγήθηκε όλων των μεταφραστικών θεωριών και θα επιβιώσει κάθε μεταφραστικής θεωρίας που αρνείται τη δυνατότητα του μεταφράζειν» (σελ. 96) απομένει να αναζητηθεί και να ανακαλυφθεί μια ελάχιστη σημασιολογική ενότητα, στην οποία μπορεί να κρύβεται το μυστικό της δόμησης του λεξιλογίου. Στα επόμενα τρία κεφάλαια ο Mounin ασχολείται εκτενώς με διάφορες σημασιολογικές προσεγγίσεις και μελέτες: Στο κεφάλαιο επτά με τις θεωρίες του L. J. Prieto σχετικά με την ύπαρξη μιας σημασιολογικής μονάδας, και συνεπώς μιας δομικής σημασιολογίας, και τις αντιδράσεις που εξέφρασαν στην προσέγγισή του μεταξύ άλλων οι Martinet, Vogt, Ullmann, Weinreich, αλλά και ο ίδιος ο Mounin για την μάλλον άνευ κριτηρίου διαισθητική ανάλυση του Prieto, όπως τη χαρακτηρίζει. Στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρεται και ο Hjelmslev, που προσεγγίζει την (ατελή, όπως υποστηρίζει ο Mounin) ανάλυση των λέξεων σε σημασιολογικές μονάδες.

Διαφορετική αφετηρία και διαφορετικό στόχο έχει η εμπειρική τεχνολογική μέθοδος ανάλυσης του Jean-Claude Gardin, που αναφέρεται στο κεφάλαιο οκτώ, ο οποίος προσπαθεί να οργανώσει την ταξινόμηση δεδομένων με βάση το σημασιολογικό τους περιεχόμενο. Για παράδειγμα «με τί τρόπο μπορεί κανείς να δημιουργήσει τους κανόνες ενός καταλόγου αρχαιολογικών αντικειμένων, έτσι ώστε να καλύψει όλα τα χαρακτηριστικά όλων των εν λόγω αντικειμένων» σε διαφορετικές χρονικές εποχές και σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές (σελ. 117). Και εδώ, ωστόσο, δεν πρόκειται για μια μορφογλωσσική ανάλυση των σημαινόντων, αλλά για μια ανάλυση των ορισμών των σημαινομένων, ο γλωσσικός χαρακτήρας της οποίας είναι οριακός.

Το κεφάλαιο εννέα αναφέρεται στα τεχνικά λεξικά και την ανάγκη ενασχόλησης κατ' αρχήν με τις έννοιες, μετά με τους ορισμούς και τέλος με τους όρους, όπως την επισημαίνει ο E. Wüster, και όπως εξάλλου την υιοθετεί από το 1953 ο Διεθνής Οργανισμός για την Τυποποίηση (International Organization for Standardization). Καθώς αυτή η σημασιολογική προσέγγιση θυμίζει τις φιλοσοφικές τοποθετήσεις των Καρτέσιου, Dalgarno, Wilkins και Leibniz, οδηγεί τον Mounin να ασχοληθεί στη συνέχεια του βιβλίου του με τις θεωρητικές αναζητήσεις μιας παγκόσμιας γλώσσας, μιας τεχνητής φιλοσοφικής γλώσσας που θα βασίζεται σε μια λογική ταξινόμηση των ιδεών και μια πλήρη ανάλυση των γνώσεων του ανθρώπινου μυαλού. Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, ανήκει στη λογική και όχι στη γλωσσολογία και με βάση τα όρια ανάμεσα σε αυτές τις δύο επιστήμες, ο Mounin διατυπώνει τα προβλήματα της λεξιλογικής δομής, που οφείλονται στην πολυεπίπεδη δόμηση του λεξιλογίου, στη μερική δυνατότητα ανάλυσης με βάση τη μέθοδο των ορισμών και στη «θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα στην καθομιλουμένη και τις τεχνικές και επιστημονικές ορολογίες» (σελ. 145).

Οι ειδικές γλωσσικές αξίες που υπάρχουν μόνο στην καθομιλουμένη ονομάζονται συνυποδηλώσεις και η σχέση τους με τη μετάφραση αποτελεί το αντικείμενο του δέκατου κεφαλαίου. Ο όρος εισάγεται πιθανότατα από τον Bloomfield το 1934, ο οποίος επισημαίνει ότι τα είδη των συνυποδηλώσεων είναι αμέτρητα, αδύνατον να οριστούν και να ξεχωρίσουν με σαφήνεια από τη δηλωτική σημασία των λέξεων, αφορούν δε τις συγκινησιακές πλευρές της γλώσσας, όπως εμπειρικά τις χαρακτηρίζει ο Ch. Bally. Οι συνυποδηλώσεις, όμως, δεν αφορούν τη σημασιολογία αλλά την πραγματολογία, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στα σημεία και τους χρήστες τους, ή την υφολογία καθώς επίσης και την ψυχολογία και τη λογική. Και «αυτό που ενδιαφέρει τη θεωρία της μετάφρασης είναι ότι … πρέπει να μεταφράζονται όπως και οι δηλώσεις» (σελ. 168). Η συναισθηματική, όμως ατμόσφαιρα που περιβάλλει τις λέξεις αντιστέκεται στη μετάφραση, δηλαδή στη μετάβαση από έναν πολιτισμό στον άλλο, από μια γλώσσα στην άλλη και τελικά και από άτομο σε άτομο - ακόμη και μέσα στον ίδιο πολιτισμό και στην ίδια γλώσσα.

Επικοινωνία, φιλοσοφία και πολιτισμός

Το πρόβλημα των ορίων της ίδιας της διυποκειμενικής επικοινωνίας εξετάζεται στο ενδέκατο κεφάλαιο, στο οποίο αντιπαραβάλλονται οι απόψεις των Αρχαίων για την απόλυτη μεταφρασιμότητα χάρη στην ενιαία ανθρώπινη εμπειρία και στην ενιαία ταυτότητα του ανθρώπινου πνεύματος, με τις απόψεις της γλωσσολογίας που ανάγουν τις μεταφραστικές δυσκολίες στη φύση της γλώσσας και υποστηρίζουν ότι για να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια πρέπει πρώτα να εντοπιστούν, αλλά και με τις απόψεις πολλών φιλοσόφων ή φιλολογούντων ότι η ίδια η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι αδύνατη και ότι δεν μπορούμε να μεταδώσουμε ποτέ τίποτα. Ο Mounin καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μεταφραστικά επίπεδα είναι τα επίπεδα πραγμάτωσης της επικοινωνιακής πράξης, ότι οι δυσκολίες επικοινωνίας εντοπίζονται στις σκοτεινές περιοχές της γλώσσας και, τέλος, ότι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι ένα φαινόμενο με μια κατά προσέγγιση σχετική επιτυχία.

Στο δωδέκατο κεφάλαιο, έχοντας πλέον εξετάσει τις παρατηρήσεις της σύγχρονης γλωσσολογίας που εδραιώνουν την άποψη ότι η μετάφραση είναι θεωρητικά αδύνατη, εξετάζει σε ποιο βαθμό και μέσα σε ποια όρια η μεταφραστική διαδικασία είναι σχετικά δυνατή στην πράξη. Παράλληλα αναφέρεται στο ενδιαφέρον ζήτημα της υπερ-μετάφρασης, δηλαδή στο ότι καταλήγουμε να μεταφράζουμε υπέρ του δέοντος από τον φόβο ότι κάποια πράγματα δεν μπορούν να μεταφραστούν αρκετά, μεγαλοποιώντας συχνά αδικαιολόγητα τις διαφορές μεταξύ των γλωσσών. Στο επίκεντρο του κεφαλαίου βρίσκονται τα καθολικά της γλώσσας, ως μια έννοια της γλωσσολογίας που εμφανίζεται κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και, σε αντίθεση με τα universalia του Μεσαίωνα και της φιλοσοφίας, αναφέρεται στα κοινά ανθρωπολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που αποτελούν τη βάση των σημασιών στις γλώσσες, και που - όσο στοιχειώδη κι αν φαίνονται στους γλωσσολόγους - για την επικοινωνία και τη μετάφραση επαρκούν ως βάση. «Δώστε μου, μπορεί να πει ο μεταφραστής, ένα κοινό σημείο αναφοράς για ένα δεδομένο θέμα, σε δύο διαφορετικές γλώσσες, και εφοδιασμένος με αυτό τον μοχλό, θα μετακινήσω τη γη» (σελ. 208).

Στο πέμπτο μέρος του βιβλίου ο Mounin, ως ένας από τους ελάχιστους ίσως γλωσσολόγους της εποχής του, έχοντας ήδη αφενός τεκμηριώσει το δικαίωμα της γλωσσολογίας να θεωρεί ότι η μετάφραση ανήκει στη δική της δικαιοδοσία, δηλώνει ότι δεν θέλει να φυλακίσει τη μετάφραση, τα προβλήματα και τις λύσεις της στα όρια της γλωσσολογίας και ασχολείται με τον πολιτισμό. Αρχικά, στο κεφάλαιο δεκατρία, με την εθνογραφία, ως ένα μέσο διείσδυσης στις κοσμοθεωρήσεις, και τους πολιτισμούς κοινωνιών διαφορετικών από τη δική μας. Τονίζει ότι για τον μεταφραστή είναι απαραίτητη προϋπόθεση η γνώση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών και ότι «ο μεταφραστής ο οποίος δεν έχει γίνει, με χίλιους δυο εμπειρικούς τρόπους, εθνογράφος της κοινότητας της οποίας μεταφράζει τη γλώσσα, δεν είναι ολοκληρωμένος μεταφραστής.» (σελ. 233). Καταλήγει δε ότι τόσο οι γλωσσολόγοι όσο και οι εθνογράφοι είναι εκείνοι που έθεσαν τα θεμέλια για μια επιστημονική θεωρία και πρακτική της μετάφρασης.

Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, ένα κείμενο σε πολιτισμούς και κοσμοθεωρήσεις που δεν υπάρχουν πια, χρειάζεται η φιλολογία, μια επιστήμη που αποτελεί «μια μη-οργανική εθνογραφία του παρελθόντος» (σελ. 238) και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ένα κείμενο προσφέροντας πρόσβαση στις σημασίες του με τις κριτικές της εκδόσεις και τις διευκρινίσεις για το περιεχόμενό του. Διακρίνουμε, επομένως, ξανά τη διττή φύση των μεταφραστικών διαδικασιών, την ανάγκη κατανόησης των σχέσεων μεταξύ σημαινόντων και σημαινόμενων, και μάλιστα μέσα στο ίδιο γλωσσικό σύστημα σε διαφορετικές χρονικές εποχές.

Σύνταξη και μετάφραση

Το τελευταίο κεφάλαιο ασχολείται με τη σημασία της σύνταξης για τη μετάφραση και αποτελεί μόνο του το έκτο μέρος του βιβλίου, καθώς όπως δηλώνει ο Mounin «ήταν αδύνατον να βρεθεί μια λύση για τα συντακτικά προβλήματα πριν από την ανάλυση της απάντησης που δίνουν στα μεταφραστικά προβλήματα τα γλωσσικά καθολικά, αλλά και οι μη-γλωσσικές καταστάσεις» (σελ. 245). Οι συντακτικές δομές επιδεικνύουν ελάχιστα καθολικά σε διαφορετικές γλώσσες, γεγονός που καταδικάζει τον μεταφραστή σε απελπισία, ωστόσο ακόμη κι όταν αυτά υπάρχουν, δεν έχουν καμία σημασία αν δεν εκφράζουν κοινές καταστάσεις. Κι εφόσον η κατάσταση, δηλαδή μια μη-γλωσσική έννοια, είναι το μόνο κοινό μέτρο από τη μία γλώσσα στην άλλη, καταλήγει ο Mounin, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όπως μια κατάσταση ή κοινωνική πρακτική αρκεί ως σημείο αναφοράς, για να επικοινωνήσουν δύο ομιλητές της ίδιας γλώσσας, μπορεί να αρκεί και για την επικοινωνία ομιλητών διαφορετικών γλωσσών - «Απλώς, απαιτείται περισσότερη δουλειά» (σελ. 262) δηλώνει χαρακτηριστικά! Από τις λίγες αναφορές που θυμίζουν την ηλικία αυτού του κλασσικού έργου, η αναφορά σε αυτό το κεφάλαιο στον Ν. Chomski και τις έρευνές του που «βρίσκονται ακόμα στην αρχή» (σελ. 248) και που ίσως επιτύχουν ένα μαθηματικό φορμαλισμό, ο οποίος θα επιτρέψει αντικειμενικές συγκρίσεις μεταξύ των γλωσσών.

Συμπεράσματα

Τέλος, στον επίλογο επαναλαμβάνει ότι η θεωρία της μη μεταφρασιμότητας βασίζεται απόλυτα σε εξαιρέσεις και ότι η μετάφραση μπορεί όντως να μην είναι πάντοτε εφικτή καθώς δεν είναι μια «αμετακίνητη και άχρονη γλωσσική κατάσταση», αλλά «όπως υπάρχει μια διαλεκτική των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και κόσμου, υπάρχει και μια διαλεκτική των σχέσεων μεταξύ των γλωσσών» (σελ. 270). Και καταλήγει, πολύ πριν οι σύγχρονες θεωρίες περί της λειτουργικότητας της μετάφρασης κερδίσουν έδαφος, και πριν οι επιστήμες της επικοινωνίας και του πολιτισμού λάβουν τις σημερινές τους διαστάσεις, ότι η μετάφραση είναι μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από σχετική επιτυχία και ποικιλία ως προς τα επίπεδα επικοινωνίας τα οποία επιτυγχάνει, καθώς μεταβαίνει από τη μία γλώσσα στην άλλη, από έναν πολιτισμό σε έναν άλλο, από μία εποχή σε μια άλλη, δηλαδή από έναν κόσμο σε έναν άλλο κόσμο.

2. ΓΟΥΤΣΟΣ, Δ., επιμ.-μτφρ. 2001. Ο Λόγος της Μετάφρασης: Ανθολόγιο σύγχρονων μεταφραστικών θεωριών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ανθή Βηδενμάιερ

Ένα από τα πρώτα έργα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα με στόχο τη γνωριμία του ελληνικού κοινού με θεωρητικά ρεύματα τα οποία διαμόρφωσαν τη σύγχρονη μεταφρασεολογία. Εξαιρετικά χρήσιμο για όσους θέλουν να ενημερωθούν σχετικά με τις διάφορες τάσεις που επικρατούν στον χώρο της μεταφρασεολογίας, και να γνωρίσουν διαφόρους εκπροσώπους τους που κυριάρχησαν στον διάλογο γύρω από τη μετάφραση τα τελευταία χρόνια. Ο Διονύσης Γούτσος, επίκουρος καθηγητής γλωσσολογίας στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μετέφρασε (από την αγγλική γλώσσα) δεκαεπτά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους κείμενα γνωστών θεωρητικών της μετάφρασης, που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν κυρίως τη δεκαετία του 1990: κείμενα που έχουν ως αφετηρία τη γλωσσολογία αφενός και την ερμηνευτική αφετέρου, κείμενα που εντάσσονται στο μετα-νεωτεριστικό στοχασμό γύρω από τη μετάφραση, καθώς και κείμενα που εξετάζουν ξανά, μέσα στις σημερινές πλέον συνθήκες, το ερώτημα αν η μετάφραση αποτελεί επιστήμη ή όχι. Η διαφορετικότητα των θεμάτων αλλά και η πολυπλοκότητα των στοχασμών καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο το έργο του μεταφραστή τους. Ο Δ. Γούτσος, ωστόσο, κατάφερε να επιλύσει με δεξιοτεχνία τις δυσκολίες και να παρουσιάσει για πρώτη φορά στους έλληνες αναγνώστες μια ανθολογία του σύγχρονου μεταφραστικού λόγου.

Το βιβλίο ξεκινά με μία εισαγωγή, ακολουθούν πέντε κεφάλαια και ένα επίμετρο καθώς και ένα ευρετήριο των ονομάτων και όρων. Πολύ χρήσιμη για περαιτέρω έρευνα και ενασχόληση η πλούσια βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου, με περισσότερα από εκατόν πενήντα έργα ελλήνων και ξένων μεταφρασεολόγων, τα οποία δημοσιεύτηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχει ένα εισαγωγικό σημείωμα του Δ. Γούτσου, στο οποίο συνοψίζονται οι κεντρικές ιδέες των κειμένων που ακολουθούν μέσα από ένα διάλογο με συναφείς προσεγγίσεις άλλων θεωρητικών, αλλά και με ενδεχόμενες αναφορές σε σχετικά έργα ελλήνων μεταφρασεολόγων, γλωσσολόγων και λόγιων.

Προϊστορία

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Προϊστορία των σύγχρονων μεταφραστικών θεωριών» παρουσιάζονται θεματικά - και όχι χρονολογικά ως συνήθως - διάφορες απόψεις σε σχέση με τη μετάφραση, οι οποίες επανέρχονται στο πέρασμα των αιώνων, έτσι όπως τις ομαδοποίησε η Susan Bassnett-McGuire το 1991 στο θεμελιώδες για τη μεταφρασεολογία έργο της Translation Studies. Με βάση τη μελέτη αυτή, οι κυριότερες έννοιες που απασχολούν τη μεταφραστική θεωρία μπορούν να χωριστούν σε πέντε κατηγορίες θέσεων και αντιθέσεων ως προς την προσέγγιση της μετάφρασης: την αντίθεση ανάμεσα στην κατά λέξη μετάφραση και τη νοηματική μετάφραση, ανάμεσα στην ελεύθερη και την πιστή μετάφραση, ανάμεσα στο «πνεύμα» και στο «γράμμα» του πρωτοτύπου, ανάμεσα στην εθνοστραφή και μη εθνοστραφή μετάφραση, ανάμεσα στη μετάφραση ως δημιουργία και ως μηχανική διαδικασία και ανάμεσα στην αντίληψη για τη μετάφραση ως πρόσβαση στο νόημα και ως αφορμή για τη δημιουργία νοήματος. Σύμφωνα με αυτούς τους διαχωρισμούς, ο Γούτσος παραθέτει τα διάφορα ρεύματα, που στην ουσία απαντώνται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και σημαντικούς εκπροσώπους τους.

Γλωσσολογικές προσεγγίσεις

Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Η γλώσσα και η λογοτεχνία ως σύστημα» περιλαμβάνει τέσσερα κείμενα που με κοινή αφετηρία τους τη γλωσσολογία και τον δομισμό αντιμετωπίζουν τη μετάφραση αλλά και τη λογοτεχνία ως ένα σύστημα, ένα σύνολο δηλαδή δομών που διέπεται από διακριτές σχέσεις. Πρόκειται για γλωσσολογικές προσεγγίσεις της μετάφρασης, οι οποίες κυρίως περιστρέφονται γύρω από τον κεντρικό όρο της ισοδυναμίας, ορίζοντάς τον, ωστόσο, εκ νέου μέσα από έναν έντονα πολιτισμικό προσανατολισμό. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο δοκίμιο του Eugene A. Nida (1996), ο οποίος με αφετηρία τις βιβλικές μεταφράσεις, τίθεται υπέρ της δυναμικής ισοδυναμίας και καταλήγει στο ότι η μετάφραση είναι εφικτή όταν στόχος της είναι «να συσχετίσει το μήνυμα της γλώσσας-πηγής με συναφείς τρόπους συμπεριφοράς στο πλαίσιο του πολιτισμού-στόχου» (σελ. 32). Ακολουθεί το δοκίμιο της Romy Heylen (1991) σχετικά με τη λογοτεχνική μετάφραση, όπου η έννοια της ισοδυναμίας εντάσσεται σε ένα ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Στο δοκίμιο του Itamar Even-Zohar (1990) παρουσιάζεται η θεωρία των πολυσυστημάτων, σύμφωνα με την οποία η διαδικασία της μετάφρασης είναι μία μόνο από τις πιθανές διαδικασίες μεταβίβασης από τη μια γλώσσα στην άλλη. Τέλος, ο Werner Koller (1995) εξετάζει αφενός την έννοια της ισοδυναμίας ως εξαρτημένης από μια σειρά «γλωσσικο-κειμενικών και εξωγλωσσικών παραγόντων» (σελ. 34) και αφετέρου τον στόχο των μεταφραστικών σπουδών ως μια περιγραφή κανονικοτήτων.

Ερμηνευτικές προσεγγίσεις

Το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Η αναβίωση της ερμηνευτικής» ασχολείται με τον ρόλο της γλώσσας στη σύλληψη και την ερμηνεία του κόσμου, προσεγγίζει δηλαδή τη μετάφραση μέσα από τη φιλοσοφική ερμηνευτική, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες τάσεις στον χώρο της μεταφρασεολογίας. Στο πρώτο από τα τρία κείμενα αυτού του κεφαλαίου ο Dennis J. Schmidt (1990) εξετάζει τη μετάφραση και την ποίηση ως τους δύο βασικούς παράγοντες που θέτουν σε κίνηση τη γλώσσα και επανακαθορίζουν τα όριά της, έτσι ώστε η μετάφραση να «αποκτά έναν κατεξοχήν υπαρξιακό ή οντολογικό χαρακτήρα» (σελ. 98). Το δεύτερο κείμενο του George Steiner - από το γνωστό έργο του Μετά τη Βαβέλ (1975) - ασχολείται με τα τέσσερα στάδια που διέπουν τη μεταφραστική διαδικασία: την αρχική εμπιστοσύνη, την επιθετικότητα, την ενσωμάτωση και την αποκατάσταση. Το κείμενο του Theo Hermans (1998), «βασικού υποστηρικτή της μετάφρασης ως διαδικασίας χειραγώγησης […] διαπιστώνει ότι βασικό πρότυπο της ερμηνευτικής είναι η μετάφραση, αντιστρέφοντας έτσι την έμφαση του Steiner στη μετάφραση ως ερμηνεία» (σελ. 99).

Μεταμοντερνιστικές προσεγγίσεις

Το τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Στον αστερισμό του μεταμοντερνισμού» περιλαμβάνει πέντε κείμενα με κυριότερο κοινό γνώρισμά τους την αποδόμηση των δυϊσμών της δυτικής μεταφραστικής παράδοσης και την έμφαση στην ξενιστική οπτική, «η οποία ταράζει τα γαλήνια ύδατα του αφομοιωμένου κειμένου, του λόγου εκείνου που "ρέει" φυσικά και αβίαστα στην οικεία κοίτη του εγχώριου πολιτισμού» (σελ. 139). Το πρώτο κείμενο ανήκει στην Joanna Bankier (1996) και τονίζει ότι η μετάφραση εξαρτάται άμεσα από τις συγκεκριμένες πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες επιτελείται σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Ο θεωρητικός και εν ενεργεία μεταφραστής Lawrence Venuti (1996), συγγραφέας του γνωστού έργου Η αφάνεια του μεταφραστή (The Translator's Invisibility, 1995), υποστηρίζει στο δοκίμιο που ανθολογείται ότι η οικειοποιητική στρατηγική αποτελεί ένα είδος εθνοκεντρικής βίας του κυρίαρχου πολιτισμού-στόχου. Το δοκίμιο της Lori Chamberlain (1988), αντιπροσωπευτικό για τη φεμινιστική προσέγγιση της μετάφρασης, εξετάζει τους πατριαρχικούς όρους προσέγγισης της σχέσης συγγραφέα-μεταφράστριας και πρωτοτύπου-μετάφρασης συνδέοντας αυτή την προσέγγιση με την κοινωνική αντίληψη για τη θέση της γυναίκας ως υποδεέστερης του άντρα. Ο Douglas Robinson (1996), επίσης εν ενεργεία μεταφραστής, αντιτίθεται στις δύο ακραίες τοποθετήσεις της οικειοποίησης και του ξενισμού αναζητώντας τον μέσο όρο, «μια ενδιάμεση περιοχή πλούσια σε εναλλακτικές πρακτικές και στρατηγικές» (σελ. 142), την οποία με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο συγκρίνει με την ιδιοδεκτική αίσθηση, δηλαδή την αίσθηση που έχουμε ότι το σώμα μας μάς ανήκει. Σε αυτή την περίπτωση η μετάφραση λειτουργεί ως ένας «προσθετικός μηχανισμός - μια τεχνητή, μηχανική επινόηση σχεδιασμένη για να αντικαταστήσει ένα κείμενο-άκρο που "χάθηκε" μέσω της αδυναμίας του αναγνώστη της γλώσσας-στόχου να διαβάσει το κείμενο στη γλώσσα του πρωτοτύπου» (σελ. 203). Τέλος, το δοκίμιο του θεωρητικού της λογοτεχνίας John Johnston (1992) ασκεί επίσης κριτική στις δύο ακραίες στάσεις, στην καθαρή γλώσσα (reine Sprache) του Walter Benjamin και την πρόταση των αποδομιστών για μια στην ουσία μη αξιολογήσιμη μεταφραστική πρακτική, και ορίζει τη μετάφραση ως μια διαδικασία συνεχούς επανακωδικοποίησης και απεδαφικοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας η μετάφραση αποτελεί ένα είδωλο και όχι ένα αντίγραφο του πρωτοτύπου.

Επιστημονικότητα της μετάφρασης

Το πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο «Το ερώτημα για τη θεωρία» ασχολείται με το αν είναι δυνατόν να υπάρχει μια μεταφραστική θεωρία και πώς αυτή μπορεί να συνδέεται με τη μεταφραστική πράξη. Το πρώτο δοκίμιο ανήκει και πάλι στον Lawrence Venuti (1992), ο οποίος εξετάζει το νομικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που διέπει τη θέση του μεταφραστή, τη μεταφραστική πρακτική αλλά και την ίδια την επιλογή των προς μετάφραση κειμένων, συνδέοντάς το με τις «οικειοποιητικές στρατηγικές πολιτισμικής αφομοίωσης» (σελ. 238). Ακολουθούν δύο κείμενα του George Steiner από το Μετά τη Βαβέλ (1975) με το ίδιο θέμα που παρουσιάζεται πιο σύντομα στο πρώτο και εκτενέστερα στο δεύτερο. Ο Steiner εξηγεί ότι ο όρος θεωρία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μετάφραση, ούτε για τη λογοτεχνία και γενικότερα τις τέχνες, καθώς δεν πληροί τα επιστημονικά κριτήρια της δοκιμής και διαψευσιμότητας, και υποστηρίζει ότι η μετάφραση «είναι και θα είναι πάντοτε αυτό που ο Wittgenstein αποκαλούσε "μια επακριβής τέχνη"» (σελ. 262). Υποστηρίζει ότι η μελέτη δεν αποτελεί επιστήμη, γιατί είναι ιδιολεκτική, καθώς «όταν κάποιος μιλά, πραγματώνει μια μερική περιγραφή του κόσμου» (σελ. 271) και έτσι «κάθε διαγλωσσική μεταφορά […] διέπεται από μια αρχή αβεβαιότητας» (σελ. 272). Το κεφάλαιο κλείνει με ένα δοκίμιο του André Lefevere (1996), στο οποίο διακρίνει μεταξύ μεταφραστών πραγματιστικών και λογοτεχνικών κειμένων καθώς και μεταξύ διαφανών και μη διαφανών μεταφράσεων, για να καταλήξει στο ότι «όλοι οι μεταφραστές παράγουν θεωρία από τη στιγμή που στοχάζονται αυτο-ανακλαστικά για τη δραστηριότητά τους» (σελ. 239).

Οι μεταφραστές

Ως επίμετρο ανθολογείται το κείμενο του Edmund Keeley με τίτλο «Συνεργασία, αναθεώρηση και άλλα λιγότερο συγχωρητέα αμαρτήματα στη μετάφραση» (1989). Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο που περιγράφει τη συνεργασία του Keeley με τον βρετανό ποιητή και μελετητή Philip Sherrard, όπως αυτή ξεκίνησε το 1954 για την έκδοση έξι ποιημάτων, του Καβάφη και Σικελιανού σε μετάφραση Sherrard και του Σεφέρη και Ελύτη σε μετάφραση Keeley, τα οποία εκδόθηκαν το 1960. Στη συνέχεια αυτή η συνεργασία εξελίχτηκε σε μια από κοινού μετάφραση του Σεφέρη και του Καβάφη, όπου δεν διακρίνεται πλέον η ατομική συμβολή του καθενός στο μετάφρασμα. Το κείμενο αυτό αποτελεί ένα είδος έμπρακτης απόδειξης της αναφερθείσας άποψης του Lefevere ότι οι μεταφραστές «παράγουν θεωρία», καθώς ο Keeley και ο Sherrard τόλμησαν μια νέα προσέγγιση στη μετάφραση του Καβάφη, θέλοντας να την εντάξουν στη γλώσσα της εποχής μετά τη δεκαετία του 1960. Στο κείμενο παρατίθενται η αρχική και η αναθεωρημένη απόδοση κάποιων ποιημάτων, και τεκμηριώνονται οι αποφάσεις των μεταφραστών τους. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε με την κοινή μετάφραση μιας συλλογής του Σικελιανού, όπου είχαν «καταλήξει πια σε μια κοινή φωνή ως μεταφραστές, η οποία είχε προκύψει μόνο μετά από σκληρή προσπάθεια και συνεχείς δοκιμές τα προηγούμενα χρόνια» (σελ. 302). Τέλος, ο Keeley αναφέρεται στη συμπάθεια που είχαν και οι δύο για το έργο του Σικελιανού, κάτι που αποτελεί «ουσιώδη απαίτηση για μια πλήρως παραγωγική συνεργασία», ενώ όταν αυτή η συμπάθεια δεν υπάρχει «η συνεργασία δεν αποτελεί μόνο αμάρτημα, αλλά είναι και αδύνατη» (σελ. 303).

Σχόλια

Σε μια ανθολογία όπως αυτή, που αποτελεί ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο για όσους θέλουν να αποκτήσουν μια πολυσυλλεκτική άποψη για τις τάσεις στον χώρο της μεταφρασεολογίας, θα ήταν χρήσιμο να υπήρχαν βιογραφικά στοιχεία τόσο των συγγραφέων που μεταφράζονται όσο και του ίδιου του Δ. Γούτσου. Αυτό εξάλλου επισημαίνει και η Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου στην ενδελεχή και εμπεριστατωμένη παρουσίαση και κριτική της ανθολογίας του Δ. Γούτσου στο περιοδικό Μετάφραση '01. Εκεί αναφέρεται επίσης σε «ατέλειες μορφής και περιεχομένου» (σελ. 223), καθώς και στο γεγονός ότι η επιλογή κειμένων δεν είναι απαραίτητα αντιπροσωπευτική. Καταλήγει, όμως, στο ότι το βιβλίο αυτό «έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό» και ότι «οφείλουμε στον ανθολόγο, παρουσιαστή και μεταφραστή ευχαριστίες για την πρωτοβουλία του» (σελ. 224).

Υπάρχει όντως η αίσθηση ότι δεν τηρήθηκαν ισορροπίες, καθώς ανθολογούνται δύο κείμενα του Lawrence Venutti και τρία κείμενα του George Steiner - στα ελληνικά ωστόσο το Μετά τη Βαβέλ μεταφράστηκε μόλις το 2004 (μτφρ. Γρηγόρη Κονδύλη, επιμέλεια Άρη Μπερλή, εκδόσεις scripta) -, ενώ θα μπορούσαν ενδεχομένως μα ανθολογηθούν και άλλα έργα γνωστών και σημαντικών θεωρητικών. Σαφές κριτήριο, όμως, για την επιλογή των κειμένων είναι το γεγονός ότι εντάσσονται στον διάλογο της τελευταίας δεκαετίας και ότι - ακολουθώντας ακριβώς τη σύγχρονη τάση - επικεντρώνονται έντονα στον ίδιο τον μεταφραστή και το έργο του. Η απόφαση αυτή του Δ. Γούτσου να μας γνωρίσει την πλέον σύγχρονη στροφή της μεταφρασεολογίας προς τις πραγματικές συνθήκες που διέπουν την πράξη της μετάφρασης και του μεταφραστή αποδεικνύεται και με την επιλογή των μεταμοντερνιστικών κειμένων της J. Bankier, της L. Chamberlain, του J. Johnston και του D. Robinson, οι οποίοι ακόμη παραμένουν άγνωστοι στην Ελλάδα. Ακολουθώντας αυτή τη σύγχρονη τάση, εξάλλου, το βιβλίο τελειώνει με τη μαρτυρία ενός μεταφραστή, του Edmund Keely, ο οποίος με διαύγεια και αμεσότητα μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά σε αυτό που ονομάζεται τα περικείμενα μιας μετάφρασης.

3. MUNDAY, J. 2004. Μεταφραστικές σπουδές. Θεωρίες και πρακτικές. Μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος. Φιλολογική επιμ. Ασημίνα Κεχαγιά-Παύλου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Τίτλος πρωτοτύπου Introducing Translation Studies: Theories and applications (Routledge, 2001).

Ανθή Βηδενμάιερ

Ο Jeremy Munday, λέκτορας της Ισπανικής Φιλολογίας και διευθυντής του Κέντρου Μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο του Surrey, είναι επίσης μεταφραστής σύγχρονης ισπανικής και λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και ελεύθερος συνεργάτης της UNESCO για μεταφράσεις από την ισπανική και γαλλική γλώσσα. Έχει τη γενική επιμέλεια της Επετηρίδας της Διεθνούς Ένωσης για τη Μετάφραση και τις Διαπολιτισμικές Σπουδές (IATIS) και στο συγγραφικό και ερευνητικό του έργο εξετάζει μεταξύ άλλων τη μετάφραση σε σχέση με την ιδεολογία ή την τεχνολογική εξέλιξη, τη μετάφραση στο πλαίσιο συγκριτικών αναλύσεων με βάση λογοτεχνικά κείμενα ή γλωσσολογικές προσεγγίσεις, καθώς και την αξιολόγηση των μεταφράσεων.

Σε αυτό το βιβλίο του συγκεντρώνει θεωρίες και προσεγγίσεις της μετάφρασης όπως αυτές διατυπώθηκαν τον 20ό αιώνα αλλά και συνοπτικά τις σημαντικότερες στιγμές στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά περιεκτικό βιβλίο που αποτελείται από έντεκα κεφάλαια και ένα σύντομο παράρτημα, στο οποίο αναφέρονται μερικά από τα σημαντικότερα περιοδικά καθώς και διαδικτυακοί τόποι οργανισμών που ασχολούνται με τη μετάφραση. Ακολουθούν μια εκτενέστατη βιβλιογραφία με τα πλέον πρόσφατα δοκίμια αλλά και κλασικά έργα γύρω από τη μετάφραση σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων σαφώς κυριαρχεί η αγγλόφωνη, και κλείνει με ένα ευρετήριο των ονομάτων που αναφέρονται στο βιβλίο.

Το βιβλίο του Munday χρησιμοποιείται και ως εγχειρίδιο σε προγράμματα μεταφραστικών σπουδών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο - σε διάφορες χώρες του εξωτερικού αλλά και στην Ελλάδα - όπως ήταν άλλωστε και ο στόχος του συγγραφέα, γεγονός που φαίνεται και από την ίδια τη διάρθρωση του βιβλίου. Κάθε κεφάλαιο περιέχει στην αρχή ένα μικρό πίνακα με τις βασικές έννοιες που ακολούθως θα αναλυθούν καθώς και με τα σημαντικότερα κείμενα αναφοράς για το θέμα του εκάστοτε κεφαλαίου. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου υπάρχει ένα αναλυτικό παράδειγμα για την εφαρμογή και αξιολόγηση των συγκεκριμένων θεωριών και προσεγγίσεων σε λογοτεχνικά ή ειδικά κείμενα διαφόρων γλωσσών. Ακολουθούν μια συνοπτική αποτίμηση του κεφαλαίου, μια συναφής βιβλιογραφία και μια σειρά από θέματα για συζήτηση και περαιτέρω διερεύνηση.

Η επιλογή των θεωρητικών και των μοντέλων που παρουσιάζονται έγινε με κριτήριο την επιρροή τους στην εξέλιξη της μεταφρασεολογίας αλλά και την αντιπροσωπευτικότητα των προσεγγίσεων τους. Για αυτούς τους λόγους είναι ένα πολύ χρήσιμο έργο για φοιτητές αλλά και για όσους θέλουν να αποκτήσουν μια σφαιρική άποψη γύρω από τις τάσεις και τις εξελίξεις που επικρατούν στον χώρο της μεταφρασεολογίας.

Το γεγονός ότι μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα δείχνει αφενός την πρόοδο που σημειώνεται στη χώρα μας στο πεδίο των μεταφραστικών σπουδών και της μεταφρασεολογίας καθώς αποτελεί μια πολύ σημαντική συμβολή στην ισχνή ελληνόφωνη βιβλιογραφία. Φανερώνει, ωστόσο, παράλληλα και τις ελλείψεις της ελληνικής γλώσσας όσον αφορά μια τυποποιημένη ορολογία, γεγονός που σε ένα τόσο περιεκτικό έργο εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα, το οποίο εξετάζει έναν τεράστιο αριθμό θεωριών και προσεγγίσεων από διάφορα επιστημονικά πεδία, γίνεται δυστυχώς ιδιαίτερα αντιληπτό. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα μεταφραστικό άθλο του Άγγελου Φιλιππάτου και μια άριστη επιλογή της σειράς «Θεωρία και πρακτική της μετάφρασης» των εκδόσεων Μεταίχμιο. Θα ήταν, όμως, πολύ χρήσιμο να ακολουθήσει σύντομα μια αναθεωρημένη έκδοσή του, στην οποία μάλιστα θα ήταν καλύτερα αν τα ονόματα των ξένων θεωρητικών δεν μεταγράφονταν στην ελληνική και δη ακολουθώντας συχνά την αγγλόφωνη προφορά τους.

Εισαγωγή

Στο πρώτο κεφάλαιο ο Munday παρουσιάζει τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τη μεταφρασεολογία, όπως είναι η έννοια της μετάφρασης αλλά και της ίδιας της μεταφρασεολογίας, του νέου επιστημονικού κλάδου, ιδρυτική διακήρυξη του οποίου θεωρείται το έργο του James S. Holmes «The name and nature of translation studies» (1988). Παρουσιάζεται επίσης η αλλαγή στην αντιμετώπιση του μαθήματος της μετάφρασης στους πανεπιστημιακούς κύκλους με την άνθιση των εργαστηρίων μετάφρασης αλλά και των ίδιων των τμημάτων εκπαίδευσης μεταφραστών, καθώς και η γενικότερη ραγδαία ανάπτυξη του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου. Ακολουθεί μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της μετάφρασης με έμφαση στις εξελίξεις από το 1970 και μετά. Τέλος, παρουσιάζονται συνοπτικά τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου προσανατολίζοντας τον αναγνώστη σε μια χρονολογική σειρά και μια θεματική κατηγοριοποίηση.

Κατά λέξη και ελεύθερη μετάφραση

Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με τη θεωρία της μετάφρασης πριν από τον 20ό αιώνα και παρουσιάζει σημαντικές μορφές που συνέβαλαν σε μια διαφορετική θεώρηση της μετάφρασης, όπως τον Μαρτίνο Λούθηρο, τον Friedrich Schleiermacher, τον E. Dolet, τον J. Dryden, τον A. F. Tytler αλλά και τον Κικέρωνα ή τον Άγιο Ιερώνυμο. Ειδικότερα αναφέρεται η αντιμετώπιση της μετάφρασης στη Βικτωριανή εποχή και η επίδρασή της έως σήμερα στις τάσεις που εξακολουθούν να κυριαρχούν στη Μεγάλη Βρετανία. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα έργα των Douglas Robinson, Hans-Joachim Störig, Mona Baker, Susan Bassnet, Rainer Schulte και John Biguenet, τα οποία εξετάζουν τις εξελίξεις και τις θεωρίες γύρω από τη μετάφραση σε χρονικά ή γεωγραφικά πλαίσια.

Ισοδυναμία

Το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Ισοδυναμία και ισοδύναμο αποτέλεσμα» παρουσιάζει τον Roman Jakobson και το ζήτημα της σημασιολογικής ισοδυναμίας εξετάζοντας το σημαντικότατο έργο του «On linguistic aspects of translation» (1959). Τον Eugene Nida, ο οποίος μέσα από τις μεθόδους ανάλυσης των λέξεων στη μετάφραση της Βίβλου εξετάζει τις έννοιες της μορφικής και δυναμικής ισοδυναμίας και τάσσεται υπέρ της δεύτερης. Τις επιρροές του Noam Chomsky και του γενετικού-μετασχηματιστικού μοντέλου. Τον Peter Newmark με τη θεωρία του για μια σημασιολογική και επικοινωνιακή μετάφραση, και τέλος τον Werner Koller που διαφοροποιεί ανάμεσα στους όρους αντιστοιχία (Korrespondenz) και ισοδυναμία (Äquivalenz) στη Γερμανία του 1970 και 1980.

Μεταφραστικές αλλαγές

Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι μεταφραστικές αλλαγές, δηλαδή οι μικρές γλωσσολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη μετάφραση. Ακολουθεί η συγκριτική υφολογική ανάλυση των J.-P. Vinay και J. Darbelnet για την αγγλική και γαλλική γλώσσα μέσα από το έργο τους «Stylistique comparée du français et de l' anglais» (1958) και η γλωσσολογική προσέγγιση του J. C. Catford στη μετάφραση, ο οποίος εισάγει τον όρο αλλαγή για πρώτη φορά (1965). Στη συνέχεια παρατίθενται οι απόψεις των τσέχων θεωρητικών στις δεκαετίες 1960 και 1970, J. Levý, A. Popovič και F. Miko, οι οποίοι υιοθετούν τις υφολογικές και αισθητικές παραμέτρους της γλώσσας, και το λεπτομερές μοντέλο της Κitty van Leuven-Zwart (1989) που επιδιώκει τη λεπτομερή ανάλυση της θεμελιώδους έννοιας των μικρών μεταφραστικών αλλαγών στο μικροεπίπεδο και την αξιολόγηση των συνεπειών τους στο μακροεπίπεδο.

Λειτουργική προσέγγιση

Tο πέμπτο κεφάλαιο ασχολείται με τις λειτουργικές θεωρίες για τη μετάφραση, όπως αυτές αναπτύχθηκαν στη Γερμανία στις δεκαετίες 1970 και 1980 και σηματοδότησαν μια απομάκρυνση από τις στατικές γλωσσολογικές τυπολογίες. Στη συνέχεια παρουσιάζεται το μοντέλο της KatharinaReiss που επικεντρώνεται στην ισοδυναμία σε επίπεδο κειμένου και όχι πρότασης ή λέξης και η θεωρία της Justa Holz-Mänttäri για τη μεταφραστική δράση που υιοθετεί έννοιες της θεωρίας της επικοινωνίας και της θεωρίας της δράσης. Τέλος, αναλύονται η θεωρία του σκοπού των Hans Vermeer και K. Reiss για τον προσανατολισμό της μεταφραστικής στρατηγικής στο κείμενο-στόχο και η κειμενική ανάλυση της Christiane Nord, η οποία παρουσιάζει ένα λειτουργικό μοντέλο που εξετάζει την οργάνωση του κειμένου-πηγής.

Ανάλυση του λόγου

Το έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Οι αναλυτικές προσεγγίσεις που βασίζονται στο λόγο και το λεκτικό» παρουσιάζει τον τρόπο ανάλυσης του λόγου στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία, μια ανάλυση που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες 1970-1990 και βασίστηκε στη συστημική λειτουργική γραμματική του Μ. Α. Κ. Halliday για το λόγο και τη γλώσσα. Ακολουθούν το μοντέλο της Juliane House για την αποτίμηση της ποιότητας των μεταφράσεων και η κειμενική και πραγματολογική ανάλυση της Mona Baker στο διδακτικό εγχειρίδιό της «In Other Words: A Coursebook on Translation» (1992). To κεφάλαιο κλείνει με τη σημειολογική προσέγγιση του συγκείμενου και του λόγου των Basil Hatim και Ian Mason.

Συστήματα

Το έβδομο κεφάλαιο με τίτλο «Οι θεωρίες των συστημάτων» ασχολείται με την έννοια του πολυσυστήματος του I. Even-Zohar που αντιμετωπίζει τη μεταφρασμένη λογοτεχνία ως μέρος του πολιτιστικού, λογοτεχνικού και ιστορικού συστήματος της γλώσσας-στόχου. Ακολουθεί η μεθοδολογία της περιγραφικής μεταφρασεολογίας του GideonToury ως ένα μη κανονιστικό μέσο για την κατανόηση του τρόπου που επενεργούν οι «νόρμες» στη μεταφραστική διαδικασία. Και τέλος, οι προσεγγίσεις που βασίζονται στη Σχολή της Χειραγώγησης του Theo Hermans και εστιάζουν στη συνεχή αλληλεπίδραση ανάμεσα στα θεωρητικά μοντέλα και τα εφαρμοσμένα αναλυτικά παραδείγματα.

Πολιτιστική προσέγγιση

Στο όγδοο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι προσεγγίσεις που βασίζονται στις πολιτιστικές σπουδές και εμφανίζονται κυρίως στη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο των οποίων η μεταφρασεολογία σημειώνει μια σημαντική στροφή στην εξέλιξή της καθώς μετατοπίζει το βάρος της ανάλυσης των μεταφράσεων υπό το πρίσμα των πολιτιστικών σπουδών. Εξετάζεται ένας σημαντικός μεταφρασεολόγος στον τομέα αυτό, ο André Lefevere, ο οποίος επικεντρώνει την ανάλυσή του στις ιδεολογικές εντάσεις που σχετίζονται με το κείμενο. Και ακολουθεί η Sherry Simon ως εκπρόσωπος των φεμινιστικών προσεγγίσεων του Καναδά, η οποία προσεγγίζει τη μετάφραση υπό το πρίσμα των φύλων και ασκεί κριτική στη σεξιστική γλώσσα της μεταφρασεολογίας.

Μετααποικιοκρατική προσέγγιση

Οι μετααποικιοκρατικές θεωρίες εξετάζουν τον ενεργό ρόλο της μετάφρασης στην αποικιοκρατική διαδικασία και στην εικόνα των αποικιοκρατούμενων και παρουσιάζονται εδώ μέσα από σημαντικούς εκπροσώπους τους, όπως η Gayatri Spivak από τη Βεγγάλη αλλά και οι Susan Bassnet και Haris Trivedi. Η Tejaswini Niranjana, επίσης Ινδή, εστιάζει στις σχέσεις ισχύος και καλεί τους μεταφραστές να ασκήσουν μια παρεμβατική προσέγγιση. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η βραζιλιάνικη κανιβαλιστική σχολή με βασική εκπρόσωπο την Else Vieira καθώς και η ιρλανδική προσέγγιση που επικεντρώνεται στο ζήτημα της εσωτερικής αποικιοκρατίας μέσα στην ίδια την Ευρώπη και στον ρόλο της μετάφρασης στη γλωσσική και πολιτιστική διαμάχη μεταξύ της ιρλανδικής και αγγλικής γλώσσας με κύριο εκπρόσωπό της τον Μ. Cronin.

Διαφάνεια

Το ένατο κεφάλαιο ασχολείται με τη διαφάνεια της μετάφρασης και την αφάνεια του μεταφραστή. Παρουσιάζεται αναλυτικά ο βασικός εκπρόσωπος αυτής της πιο σύγχρονης προσέγγισης, ο Lawrence Venuti, ο οποίος εστιάζει στη σημασία της ξενοποιητικής και οικειοποιητικής μεταφραστικής μεθόδου, επικεντρώνεται στις σχέσεις των μεταφραστών με την αμερικανική κυρίως εκδοτική βιομηχανία και καλεί τους μεταφραστές να απαιτήσουν έναν πιο αδιαφανή ρόλο· αναφέρονται ωστόσο και οι κριτικοί του L. Venuti, όπως ο Antony Pym. Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο Antoine Berman με τις θέσεις του για την αρνητική ανάλυση της μετάφρασης και τις παραμορφωτικές τάσεις που χαρακτηρίζουν τις μεταφράσεις. Ακολουθεί η Meg Brown και η μελέτη της σχετικά με τον ρόλο των κριτικών στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης και στην προετοιμασία του αναγνωστικού κοινού να δεχτεί τις νέες δημοσιεύσεις.

Φιλοσοφία

Στο δέκατο κεφάλαιο αναλύονται οι σχέσεις φιλοσοφίας και μετάφρασης μέσα από διάφορες φιλοσοφικές θεωρήσεις για τη μετάφραση. Εξετάζεται η ερμηνευτική θεώρηση της μετάφρασης αφενός σε σχέση με τους γερμανούς ρομαντικούς και αφετέρου με τον George Steiner, ο οποίος στο έργο του «After Babel» (1975) αναλύει την ερμηνευτική κίνηση που διέπει κάθε μεταφραστική διαδικασία. Παρουσιάζεται επίσης η προσέγγιση του Ezra Pound με την ξενοποιητική στρατηγική του στη μετάφραση. Ακολουθούν ο Walter Benjamin, ο οποίος αναζητά την καθαρή γλώσσα της διαστιχικής μετάφρασης και τη μετά θάνατον ζωή του πρωτοτύπου, και ο Jacques Derrida, ως εκπρόσωπος της αποδόμησης, που απορρίπτει τη σταθερή σημασία των λέξεων και επιδιώκει την υπονόμευση των θεμελιωδών αρχών της θεωρίας της μετάφρασης.

Μεταφρασεολογία

Το ενδέκατο και τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η μεταφρασεολογία ως διεπιστημονικός κλάδος» ασχολείται με τη σημερινή θέση της μεταφρασεολογίας, τα εμπόδια που αντιμετωπίζει στους ακαδημαϊκούς κύκλους αλλά και τις δυνατότητές της ως διεπιστημονικού κλάδου. Παρουσιάζεται η μεταφράστρια και μεταφρασεολόγος Mary Snell-Hornby, η οποία εξετάζει μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών γλωσσολογικών και λογοτεχνικών εννοιών σε μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη μετάφραση. Ο K. Harvey που συνδυάζει στο έργο του τις πολιτιστικές παραμέτρους με τις αναλυτικές δυνατότητες των γλωσσολογικών εργαλείων. Το κεφάλαιο κλείνει εξετάζοντας το μέλλον της μεταφρασεολογίας ως προς τις δυνατότητες συνεργασίας με άλλους επιστημονικούς κλάδους, τον κίνδυνο κατακερματισμού της αλλά και τον ρόλο της τεχνολογικής εξέλιξης.

4. CONNOLLY, D. 1997. Μετα-Ποίηση. 6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης. Aθήνα: ύψιλον/βιβλία.

Ανθή Βηδενμάιερ

Ο David Connolly παραμένει για περισσότερα από είκοσι χρόνια ένας ακούραστος μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας στην αγγλική γλώσσα, ενώ παράλληλα, διδάσκει μεταφρασεολογία ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Έχει μεταφράσει πολλούς γνωστούς έλληνες ποιητές και συγγραφείς, και είδε επανειλημμένως μεταφράσεις του να βραβεύονται. Ένα από τα τελευταία εκτενή έργα του, το "The Dedalus Book of Greek Fantasy" με κείμενα τριάντα ελλήνων συγγραφέων του 19ου και 20ού αιώνα (Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Κόντογλου, Κούρτοβικ, Μαραγκόπουλος κ.ά), βραβεύθηκε το 2005 με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Άλλες μεταφράσεις του έχουν επίσης βραβευτεί στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.

Επίσης έχει δημοσιεύσει μια πλειάδα επιστημονικών άρθρων σχετικά με τη μετάφραση αλλά και τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, έχει δώσει διαλέξεις, ομιλίες και σεμινάρια σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Μ. Βρετανίας και της Βόρειας Αμερικής, συνεντεύξεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και σε εφημερίδες και συμμετέχει σε αναγνώσεις ελληνικής λογοτεχνίας σε μετάφραση στην Αγγλία.

Η πολύπλευρη ενασχόλησή του με τη μετάφραση εν γένει, και η πλούσια μεταφραστική εμπειρία του αντανακλώνται στα άρθρα του που συγκέντρωσε στο έργο «Μετα-Ποίηση. 6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης», καταγράφοντας τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του ειδικά από τη μετάφραση της ποίησης.

Η έννοια Μετα-Ποίηση που αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου «απορρέει από την άποψη ότι ένα μεταφρασμένο ποίημα αποτελεί στην ουσία ένα μετα-ποίημα όπως και η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια μορφή μετα-λογοτεχνίας και παράγει μετα-κείμενα», σημειώνει ο Connolly στον Πρόλογο του βιβλίου του (σελ. 10). Οριοθετεί με αυτό τον τρόπο το τι σημαίνει για τον ίδιο η μετάφραση της ποίησης και μας εισάγει έτσι σε αυτό το πολυσυζητημένο και ακανθώδες ζήτημα, που απασχολεί μεταφραστές, ποιητές, λόγιους αλλά και τους ίδιους τους αναγνώστες εδώ και αιώνες. Με τη συνέπεια ενός μεταφραστή ο Connolly διευκρινίζει το αυτονόητο, ότι δηλαδή η μετάφραση της ποίησης, δεν είναι η απόδοσή της, η διασκευή, η απομίμηση ή επαναγραφή της. Ότι ο μεταφραστής αναγκαστικά θα ερμηνεύσει το πρωτότυπο ποίημα και θα το αναπαραγάγει στην άλλη γλώσσα. Ότι το μεταφρασμένο ποίημα αναπόφευκτα θα συγκριθεί και θα αξιολογηθεί με βάση το πρωτότυπο.

Ο υπότιτλος του βιβλίου «6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης» παραπέμπει στη συλλογή «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό» του Οδυσσέα Ελύτη (1960), ο οποίος αποτελεί έναν από τους αγαπημένους ποιητές του Connolly. Έχει μεταφράσει πολλά έργα του και οι προβληματισμοί του κατά την ενασχόλησή του με τη μετάφραση του Ελύτη αποτέλεσαν το έναυσμα για πολλές από τις θεωρητικές του αναζητήσεις. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τρεις μελέτες σε αυτό το βιβλίο ασχολούνται ακριβώς με τη μετάφραση έργων του Οδυσσέα Ελύτη. Εξάλλου, όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του (Ελευθεροτυπία 3.4.1999), τον βοήθησε και η συνεργασία μαζί του, καθώς «πέρα από τα συγκεκριμένα προβλήματα της μετάφρασης, κουβεντιάζαμε την κάθε λέξη, μιλούσαμε γενικότερα για την ποίηση και τη μετάφρασή της. Αυτές οι συζητήσεις, που είχα μαζί του, έχουν διαμορφώσει, σε μεγάλο βαθμό, την αντίληψή μου για το σκοπό της ποίησης». Συγχρόνως αυτός ο υπότιτλος ταιριάζει στο γεγονός ότι έξι από αυτές τις μελέτες είχαν ήδη δημοσιευτεί σε μια αρχική μορφή σε ελληνικά περιοδικά, ενώ μία δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ. Και ακόμη, ότι οι έξι μελέτες αφορούν πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης, ενώ η μία (η τέταρτη) ασχολείται με τη γλωσσική και φιλολογική ανάλυση που πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής πριν μεταφράσει.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί έτσι ένα από τα ελάχιστα έργα στον χώρο της μεταφρασεολογίας που ασχολούνται με το δύσκολο εγχείρημα - για πολλούς ανέφικτο - της μετάφρασης της ποίησης. Αν και κλείνει ήδη δέκα χρόνια από τη δημοσίευσή του, παραμένει επίκαιρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και ένα από τα ελάχιστα έργα στον «επιστημονικά νεφελώδη χώρο της μετάφρασης της ποίησης» (σελ. 9). Η ανάγνωσή του είναι χρήσιμη αφενός για τους μεταφραστές και τους μεταφρασεολόγους, γιατί προσεγγίζει τη μετάφραση καλύπτοντας τόσο το επίπεδο της θεωρίας όσο και της πράξης, αναφέρεται στην αξιολόγηση της μετάφρασης αλλά και στον ρόλο του μεταφραστή - εισάγοντας εκείνη την εποχή στην Ελλάδα αυτή τη στροφή της μεταφρασεολογίας προς τον μεταφραστή, που στο εξωτερικό ήδη είχε αρχίσει να εκδηλώνεται - και τέλος προτείνει μια επακριβή ελληνική ορολογία για διάφορους μεταφρασεολογικούς όρους, κάτι που ακόμη και σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί με συνέπεια και διεξοδικότητα στον ελληνόφωνο χώρο. Ωστόσο, η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρεται και για τους λάτρεις της ποίησης γενικότερα, και ειδικότερα για όσους αγαπούν τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο ή τους έλληνες υπερρεαλιστές, καθώς το βιβλίο ασχολείται με συγκεκριμένα προβλήματα της μετάφρασης της ποίησης και συγχρόνως με τα όρια της μεταφρασιμότητας.

Προλεγόμενα

«Η μετάφραση της ποίησης: Προλεγόμενα μιας συζήτησης» είναι ο τίτλος της πρώτης μελέτης που ασχολείται με τα προβλήματα αυτού του - κατά γενική παραδοχή - πιο δύσκολου μεταφραστικού εγχειρήματος, εφόσον «η ποίηση αντιπροσωπεύει την πιο περιεκτική, πυκνή και υψηλή μορφή γραφής, στην οποία η γλώσσα είναι περισσότερο συνδηλωτική παρά καταδηλωτική, και στην οποία περιεχόμενο και μορφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα» (σελ. 14). Η μελέτη αυτή προσεγγίζει συνοπτικά όλα τα ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση της ποίησης αλλά και της λογοτεχνίας γενικότερα. Αρχικά η προσέγγιση γίνεται σε ένα θεωρητικό επίπεδο και σε ένα διάλογο με τις θέσεις άλλων μεταφραστών, θεωρητικών αλλά και ποιητών για τη μεταφρασιμότητα της ποίησης. Όσον αφορά τη διαδικασία της μετάφρασης, ο Connolly δέχεται το μοντέλο του F. R. Jones (1989) που διακρίνει τρία βασικά στάδια στη μετάφραση: το στάδιο κατανόησης, το στάδιο ερμηνείας και το στάδιο δημιουργίας, σύμφωνα με το οποίο εξάλλου πολλοί έμπειροι μεταφραστές θα μπορούσαν να περιγράψουν την εργασία τους. Όσον αφορά την ταυτόχρονη επίτευξη της ισοδυναμίας και στα τρία επίπεδα - το σημασιολογικό, το υφολογικό και το πραγματολογικό - αυτή είναι συνήθως ανέφικτη για τη μετάφραση της ποίησης. Γι' αυτό ο Connolly τονίζει ότι ο μεταφραστής καλείται να «προσπαθήσει να τις εξισορροπήσει ή να διαλέξει ποια θα προτιμήσει» (σελ. 23), υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία των αποφάσεων που λαμβάνει ο μεταφραστής, σε αυτή την τέχνη των συμβιβασμών, όπως συχνά καλείται η μετάφραση της ποίησης. Στη συνέχεια, η μελέτη παρουσιάζει εν συντομία τη σχέση μεταξύ συγγραφής της ποίησης και μετάφρασης της ποίησης και καταλήγει ότι ένας μεταφραστής πρέπει να έχει εκτός από τις ικανότητες ενός μεταφραστή, και κάποιες ικανότητες ενός κριτικού αλλά και κάποιες ενός ποιητή, ενώ ένας ποιητής μπορεί να είναι καλός ποιητής, αλλά όχι απαραίτητα καλός μεταφραστής. Τέλος, γίνεται αναφορά στη διαφορά μεταξύ μετάφρασης, απομίμησης και διασκευής, στην αξιολόγηση της μετάφρασης - η οποία κατά τον Connolly πρέπει να γίνεται (και) με βάση τους στόχους που από την αρχή και με σαφήνεια έχει θέσει ο μεταφραστής -, καθώς επίσης και στην κάποιου βαθμού ψυχική ή καλλιτεχνική συγγένεια μεταξύ ποιητή και μεταφραστή.

Αξιολόγηση της μετάφρασης

Η δεύτερη μελέτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης σε αγγλική μετάφραση: Άξιον εστί το τίμημα;» ξεκινά με την αφοριστική άποψη του Ελύτη, όπως την εξέφρασε κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1979: «Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από τα 20 ή έστω 30% που απομένει μετά από την μεταγλώττιση. […] Γι' αυτό και πίστευα πως τα περισσότερα έργα μου δεν είναι δυνατόν να μεταφραστούν.» (σελ. 27). Τα έργα του, ωστόσο, μεταφράστηκαν και ο Connolly λαμβάνοντας ως βάση τις μεταφράσεις του «Άξιον Εστί» από τους Kimon Friar (1974), Edmund Keeley και George Savidis (1974), προτείνει κάποια δυνητικά κριτήρια για μια κριτική αξιολόγηση των μεταφράσεων, διευκρινίζοντας ότι δεν επιδιώκει την επισήμανση ενδεχόμενων λαθών των μεταφραστών, όπως συνηθίζεται στις κριτικές μεταφράσεων. Αντιθέτως, προτείνει ένα μοντέλο κριτικής - που δυστυχώς μέχρι σήμερα εκλείπει από τις κριτικές των μεταφράσεων και όχι μόνο στην Ελλάδα - όπου αρχικά πρέπει να αναλύεται το πρωτότυπο και η λειτουργία του στη γλώσσα-πηγή και στη συνέχεια να εξετάζονται οι στόχοι του μεταφραστή και το κατά πόσον αυτοί επιτεύχθηκαν. Εστιάζει επίσης σε ένα σημαντικό πρόβλημα κατά τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων και δη ποιημάτων από την ελληνική γλώσσα: την ικανότητα της ελληνικής γλώσσας να κινείται σε γλωσσικά ιδιώματα που παραπέμπουν στην Αρχαιότητα, στη Βίβλο, στο Βυζάντιο, στα δημοτικά τραγούδια, στην καθαρεύουσα και τέλος στη δημοτική «με την άνεση που […] παρέχει η ελληνική γλώσσα, η οποία παρουσιάζει μια ιστορική συνοχή και συνέχεια που απουσιάζουν από την αγγλική» (σελ. 32). Ασχολείται επίσης με γενικότερα προβλήματα μετάφρασης της ποίησης, όπως σε σημασιολογικό επίπεδο η επιλογή λέξεων ως ηχητικών συνδυασμών και όχι απαραίτητα ως σημασιολογικών μονάδων, σε υφολογικό επίπεδο η διατήρηση του μέτρου και του ρυθμού, σε πραγματολογικό επίπεδο η δυνατότητα μεταφοράς των αναφορών, για παράδειγμα στη βυζαντινή υμνογραφία και την ορθόδοξη λειτουργία. Η σύγχρονη αντίληψη που διέπει τους προβληματισμούς του Connolly αποδεικνύεται με σαφήνεια στη σύνοψη των κριτηρίων αξιολόγησης, όπου μεταξύ άλλων εστιάζει στην αποφασιστική σημασία των στόχων του μεταφραστή αλλά και στην ξενιστική προσέγγιση της μετάφρασης: «Δεν βλέπω δηλαδή γιατί να απαιτούμε να φαίνεται το Άξιον Εστί σαν ένα αγγλικό ποίημα. Είναι ένα ελληνικό ποίημα όχι μόνο από θεματικής απόψεως αλλά επίσης και στη μορφική του σύλληψη και θα 'πρεπε κατά τη γνώμη μου να διατηρεί τον ελληνικό του χαρακτήρα ακόμα και στη γλώσσα-στόχο» (σελ. 44).

Ο τρόπος εργασίας του μεταφραστή

Η τρίτη μελέτη με τίτλο «Μεταφράζοντας πρισματική ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης και τα "Ελεγεία της Οξώπετρας"» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απάντηση στο ερώτημα: Σε τι χρησιμεύει η θεωρία στους μεταφραστές; - ένα ερώτημα που απασχολεί τον χώρο της μετάφρασης τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, από τότε δηλαδή που η μεταφρασεολογία καθιερώθηκε λίγο έως πολύ ως μια επιστήμη. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος που ο Connolly προσπαθεί να επιλύσει τα μεταφραστικά προβλήματα της πρισματικής ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη αλλά και να τεκμηριώσει τις αποφάσεις του, ανατρέχοντας σε θεωρητικούς της μετάφρασης, όπως η M. Baker, ο K. Harvey και ο P. Newmark, ή σε άλλους μεταφραστές, όπως ο K. Friar ή σε γλωσσολόγους όπως ο Δ. Ι. Τσεκούρας. Παράλληλα βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με το βασικό ερώτημα περί μεταφρασιμότητας της πρισματικής ποιητικής έκφρασης, στην οποία - όπως την ορίζει ο ίδιος ο Ελύτης - «οι λέξεις δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο επίπεδο, αλλά κυματούνται. Το ποιητικό κείμενο οργανώνεται γύρω από πυρήνες που προεξέχουν και που, εκ των υστέρων, συγκρατούν το σύνολο της πρισματικής ποίησης. Οι πυρήνες αυτοί δεν είναι κατ' ανάγκην 'εικόνες', είναι φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, όπου ο συνδυασμός ο ηχολογικός συμπίπτει με το νοηματικό σε τέτοιο σημείο που δεν ξέρεις τελικά εάν η γοητεία προέρχεται απ' αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει» (σελ. 51). Στο πλαίσιο μιας τέτοιας από μεταφραστικής άποψης οριακής κατάστασης παρατηρούμε τον τρόπο εργασίας ενός μεταφραστή: Την ερμηνεία της ποίησης, την αποσαφήνιση των στόχων και της τεχνικής του ποιητή, όπως και του τρόπου λειτουργίας της ποίησής του στη γλώσσα-πηγή. Τη φιλολογική ανάλυση που φτάνει μέχρι στο ότι «το υγρό [l] συνδέεται με κάτι ευχάριστο και τρυφερό, και […] ο συριστικός ήχος [s] συχνά συνδέεται με κάτι τρομερό ή δυσοίωνο» (σελ. 59). Τη χρήση δοκιμασμένων τεχνικών και τεχνασμάτων, όπως των διαφόρων μορφών της αντιστάθμισης για την επανόρθωση της απώλειας σε σημασιολογικό, υφολογικό και πραγματολογικό επίπεδο. Την προσπάθεια πολιτισμικής αντιστοίχησης μέχρι ενός σημείου που δεν θα καθιστά το ελληνικό ποίημα αγγλικό, θα μειώνει όμως όσο το δυνατόν περισσότερο την αναπόφευκτη πραγματολογική απώλεια. Την αποσαφήνιση των στόχων του μεταφραστή που θα καταστήσει πιο διάφανη και την αξιολόγηση του αποτελέσματος. Και τέλος την απόδοση των «σπάνιων λέξεων ή συνηθισμένων λέξεων που χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ασυνήθιστο, καθώς και […] ρήσεων που θα μπορούσαν να ονομαστούν "προσωκρατικές" από την άποψη της αινιγματικής τους διατύπωσης» (σελ. 68), δηλαδή τη μεταφορά στη γλώσσα-στόχο μιας λειτουργίας της «γλώσσας την οποία ο Ελύτης αναφέρει "ως ένα σύγχρονο είδος μαγείας"» (σελ. 66). Και καταλήγει ο Connolly στο ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη ποίησης και τα αντίστοιχα διαφορετικά είδη μεταφραστικών προβλημάτων ώστε να επιλέξει ο μεταφραστής την κατάλληλη μεταφραστική μέθοδο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια συνταγή ούτε για τη συγγραφή της ποίησης ούτε για τη μετάφρασή της.

Η μαγεία στην ποίηση του Ελύτη

Η τέταρτη μελέτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης: μεταγλωσσική ποίηση και σκοτεινά ρήματα» αποτελεί μια σύντομη και ενδιαφέρουσα γλωσσική και φιλολογική ανάλυση του μεταγλωσσικού χαρακτήρα της ποίησης του Ελύτη και του ιδιαίτερου φαινόμενου των μαγικών ή σκοτεινών λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Ο Connolly παρουσιάζει - με διάφορα παραδείγματα από την ποίηση του Ελύτη όπως και από συνεντεύξεις του - τον τρόπο που ο ποιητής κατασκεύαζε λέξεις, την αισθητική μεταφυσική του καθώς και το πώς αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της ποίησης. Πρόκειται για πληροφορίες πολύ σημαντικές για το έργο του μεταφραστή, γιατί αυτή η ανάλυση της ποίησης του Ελύτη πρέπει να γίνεται πριν ακόμη ο μεταφραστής ασχοληθεί με την ίδια τη μετάφραση. Ωστόσο, στη μελέτη δεν γίνεται καμία αναφορά στη μεταφραστική διαδικασία γι' αυτό και στον τίτλο του βιβλίου εμφανίζεται ως η «+1» μελέτη.

Υπερρεαλιστική ποίηση και μετάφραση

Η πέμπτη μελέτη με τίτλο «Έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές σε αγγλική μετάφραση: προβλήματα, παράμετροι και δυνατότητες» αναζητά λύσεις για να «συμβιβάσουμε τη συνειδητή τέχνη της μεταφραστικής διαδικασίας με μια ποίηση που έχει τις ρίζες της στο υποσυνείδητο, που σκοπεύει στο παράλογο και χρησιμοποιεί έναν τρόπο γραφής που είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτόματη» (σελ. 93-94). Ο μεταφραστής καλείται να εξετάσει τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές για να προκαλέσουν συγκεκριμένες πραγματολογικές αντιδράσεις στον αναγνώστη, ώστε αναπαράγοντάς τες να μπορέσει και η μετάφραση να λειτουργήσει κατά τον ίδιο τρόπο στη γλώσσα-στόχο. Οι τεχνικές αυτές είναι κατ' αρχήν η αυτόματη γραφή: δηλαδή ρυθμός, παρήχηση, σύνταξη χωρίς στίξη - που αποτελεί «εφιάλτη για το μεταφραστή» (σελ. 103) - σύνδεση λέξεων χωρίς τη μεσολάβηση λογικών διαδικασιών, λέξεις-κλειδιά που επαναλαμβάνονται. Επίσης, η δημιουργία μιας ποιητικής εικόνας που αποτελεί τον συνεκτικό ιστό στην υπερρεαλιστική ποίηση, και που η δύναμή της είναι η ταύτιση ανόμοιων πραγματικοτήτων. Άλλο ένα τεχνικό στοιχείο της υπερρεαλιστικής ποίησης που πρέπει να διατηρηθεί στη μετάφραση είναι ο τόνος, και μάλιστα συχνά ο ερωτικός τόνος. Τέλος, ένα ακόμη μεταφραστικό πρόβλημα είναι η χρήση της καθαρεύουσας και γενικότερα η χρήση διαφόρων ιστορικών μορφών της ελληνικής γλώσσας, που δεν βρίσκουν ισοδύναμο στην αγγλική, αλλά που απευθύνονται στην ελληνική συνείδηση ή και στο ελληνικό υποσυνείδητο.

Με γνώμονα την πιστότητα στην εικόνα και στο πραγματολογικό αποτέλεσμα, ο μεταφραστής «οφείλει να είναι το ίδιο τολμηρός, το ίδιο επινοητικός στην επιλογή των λέξεών του, όπως ο συγγραφέας» (σελ. 103), να εντοπίσει την εικόνα και να την καθορίσει ως μια μεταφραστική μονάδα που θα «μεταφράζεται αυστηρά, ακόμα κι αν συγκρούεται με τη φυσικότητα της έκφρασης στη γλώσσα-στόχο» (σελ. 106), και τέλος, να αναζητήσει για την απόδοση του καθαρεύοντος τόνου «αντίστοιχες πομπώδεις λέξεις ή εκφράσεις από τη λατινική ή την αρχαία ελληνική, που μπορούν να δώσουν μερικές φορές ένα τυποποιημένο ή, ακόμα, εξωτικό τόνο στη γενική δομή και στο λεκτικό της τευτονικής γλώσσας» (σελ. 110). Ο Connolly αποδέχεται τις απώλειες που αναπόφευκτα συνεπάγεται η μετάφραση των ελλήνων υπερρεαλιστών περισσότερο ίσως από ό,τι άλλων ποιητών και τάσσεται υπέρ της μετάφρασής τους, τονίζοντας ότι οι «μεταφράσεις της ποίησης επιζητούν να καταργήσουν την εθνική και τη γλωσσική μοναξιά» (σελ. 115).

Η υπέρβαση των μεταφραστικών ορίων

Η έκτη μελέτη με τίτλο «Από "Μπολιβάρ" σε "Bolivar", ή μεταφράζοντας ένα ελληνικό ποίημα» επικεντρώνεται στην επίλυση των μεταφραστικών προβλημάτων σε αυτό το «ιδιαίτερα ελληνικό» - όπως το χαρακτηρίζει ο Connolly - ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, έτσι ώστε να επιτευχθεί το ίδιο πραγματολογικό αποτέλεσμα στη γλώσσα-στόχο. Δηλαδή η μετάφρασή του να προκαλεί το ίδιο συγκινησιακό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα στον άγγλο αναγνώστη, για παράδειγμα. Ο στόχος αυτός είναι εξαιρετικά υψηλός, καθώς το ποίημα περιέχει συνεχείς αναφορές σε τοπωνύμια, κύρια ονόματα και άλλα πολιτισμικά στοιχεία, που στον έλληνα αναγνώστη προκαλούν συγκεκριμένους συνειρμούς. Πρόκειται για ιδέες και συναισθήματα άμεσα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό της γλώσσας-πηγής, που περιέχουν δηλαδή μια παραδηλωτική σημασία, η οποία είναι ανέφικτο να μεταφερθεί στη γλώσσα-στόχο: για παράδειγμα οι αναφορές στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Ρήγα Φεραίο ή τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ή σε τοπωνύμια ιστορικής σημασίας, όπως το Λεσκοβίκι ή το Φανάρι. Ο Connolly χρησιμοποιεί την αγγλική μετάφραση του Kimon Friar του 1951, αλλά και τη γαλλική του Robert Levesque του 1947, για να δώσει παραδείγματα μεταφραστικών λύσεων, στα οποία εν μέρει αντιπαραθέτει και δικές του προτάσεις. Επαναλαμβάνει ότι η πραγματολογική απώλεια είναι αναπόφευκτη και ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ο μεταφραστής είναι να προσπαθήσει να μειώσει τον βαθμό της. Στην ουσία, οι πιθανές μεταφραστικές προσεγγίσεις είναι δύο ειδών: είτε μια οικειοποιητική μετάφραση είτε μια ξενοποιητική (όπως μεταφράζει ο Connolly τους όρους domesticating και foreignizing). «Ιστορικά, οι περισσότερες μεταφράσεις τείνουν προς την οικειοποιητική προσέγγιση. Αντίθετα, οι ξενοποιητικές προσεγγίσεις έχουν ως κίνητρο τη διάθεση να διατηρηθούν οι γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές με την απόκλιση από τις κυρίαρχες οικείες αξίες και νόρμες» (σελ. 121), δηλώνει ο Connolly και τάσσεται σαφώς υπέρ των δεύτερων αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Δεν βλέπω το λόγο να διαβάζει κανείς ξένη ποίηση η οποία έχει προσαρμοστεί στην κουλτούρα της γλώσσας-στόχου, και, ως εκ τούτου, λίγο πολιτισμικό τρίξιμο όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται» (σελ. 133).

Ο μεταφραστής

Η έβδομη μελέτη με τίτλο «Ο παράγων "μεταφραστής"» εντάσσεται στις σύγχρονες τάσεις της μεταφρασεολογίας, που εστιάζουν στον ρόλο που διαδραματίζει ο μεταφραστής στη μετάφραση - και εδώ συγκεκριμένα στη μετάφραση της ποίησης. Εξετάζει τους λόγους, για τους οποίους ένας μεταφραστής επιλέγει να μεταφράσει ένα ποίημα ή ένα συγκεκριμένο είδος ποίησης, οπότε συγχρόνως και τον σκοπό της μετάφρασής του, σύμφωνα με τον οποίο θα αξιολογηθεί και το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια διερευνά σε τι συνίσταται αυτό που ονομάζεται ικανότητα του μεταφραστή, χαρακτηρίζοντας τον μεταφραστή ένα δημιουργικό καλλιτέχνη, δηλαδή αυτόν που αναδημιουργεί το πρωτότυπο έργο. Ασχολείται επίσης με τους ποιητές που μεταφράζουν παραθέτοντας παραδείγματα από το έργο του Lowell και του Pound, όπου ο τελευταίος μάλιστα μετέφραζε από τα κινέζικα χωρίς να τα γνωρίζει και με τη βοήθεια μεσολαβητών που ετοίμαζαν τα προσχέδια της μετάφρασης. Αναφέρεται επίσης στη συνεργασία μεταξύ μεταφραστών και ποιητών, η οποία μπορεί να είναι εξαιρετικά γόνιμη και διαφωτιστική, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και απογοητευτική, ή ακόμη και να επιφέρει ένα ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως στο παράδειγμα του Σεφέρη και του Keeley. Τέλος, ασχολείται με τις εκλεκτικές συγγένειες του μεταφραστή και την πεποίθηση των μεταφραστών ότι πρέπει να μεταφράζουν έργα ποιητών με τους οποίους νιώθουν να ταυτίζονται, και καταλήγει ότι: «Αγάπη για το έργο του ποιητή μαζί με κάποιο βαθμό έμπνευσης είναι παράγοντες σημαντικοί που συνήθως λείπουν από τα μοντέλα και τις θεωρίες της μετάφρασης της ποίησης» (σελ. 149). Ένα άλλο θέμα αυτής της μελέτης αποτελεί η αφάνεια του μεταφραστή που είναι ανάλογη με τη διαφάνεια της μετάφρασης, ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν εκτεταμένα ο Venuti και ο Lefevere, όπως και άλλοι μοντέρνοι μεταφρασεολόγοι συνδυάζοντάς το με τον ρόλο που παίζουν στη μεταφραστική διαδικασία άλλοι παράγοντες, όπως οι εκδότες, οι κριτικοί και το αναγνωστικό κοινό της εκάστοτε εποχής. Η μελέτη τελειώνει παρουσιάζοντας την άποψη που θεωρεί τη μετάφραση ως χειρισμό του κειμένου από τον μεταφραστή, καθώς «ο μεταφραστής συχνά επιβάλλει τις προκαταλήψεις του και τις προτιμήσεις του ή εκείνες της εποχής του στο έργο που μεταφράζεται» (σελ. 154). Και μετά την εξέταση όλων αυτών των θεωρήσεων που έχουν άμεση σχέση με τον ρόλο του μεταφραστή, ο Connolly δηλώνει, με την επίγνωση ενός μεταφραστή, ότι «για τους αναγνώστες που δεν δύνανται να ελέγξουν τη μετάφραση έναντι του πρωτοτύπου, η μετάφραση είναι το πρωτότυπο» (σελ. 158). Γι' αυτό η ευθύνη αλλά και η δύναμη του μεταφραστή είναι να κάνει μια μετάφραση ανάλογη με τον στόχο του, και τελικά μια όσο το δυνατόν πιο καλή μετάφραση.

5. ΒΑΓΕΝΑΣ, Ν. 2004. Ποίηση και Μετάφραση. Αθήνα: Στιγμή.

Ανθή Βηδενμάιερ

Ο Νάσος Βαγενάς συγκεντρώνει σε αυτό το βιβλίο διάφορα κείμενά του που έχει συντάξει σε ένα διάστημα τριάντα χρόνων - από το 1973 έως το 2003. Τα εκτενέστερα, με μικρές παραλλαγές, βρίσκονται ήδη στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, του 1989. Στη δεύτερη έκδοση προσθέτει άλλα οκτώ κείμενα, στην πλειοψηφία τους βραχύτερα, προσδίδοντας μια καλύτερη ισορροπία στα δύο μέρη του βιβλίου. Εκτός από δύο κείμενα - τα υπόλοιπα έχουν ήδη δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίων, στο περιοδικό «Πολίτης», στις εφημερίδες «Καθημερινή» και «Βήμα», ένα στο «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων» (2000) και ένα στον τιμητικό τόμο για τον Σπύρο Ευαγγελάτο (2001). Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο έχει τον τίτλο «Ποίηση και Μετάφραση» και το δεύτερο «Ποιητές και Μεταφραστές», και κλείνει με ένα χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων. Χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι η επιμελημένη αισθητική των εκδόσεων στιγμή καθώς και ο πολυτονικός τρόπος γραφής του Νάσου Βαγενά.

Τα παραθέματα δύο κεντρικών μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, του Ιωάννη Βηλαρά και του Κωστή Παλαμά, για τη μετάφραση, τα οποία συναντούμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου παραπέμπουν στην ιστορία της μετάφρασης στη νεότερη Ελλάδα. Οι δύο μεγάλοι ποιητές καταθέτουν ότι η μετάφραση αποτελεί το πρωτότυπο για όσους τη διαβάζουν και επίσης ότι οι άπιστοι μεταφραστές είναι ίσως οι πιο πιστοί. Σε αυτά τα παραθέματα μοιάζει να συμπυκνώνεται η μεταφραστική θεώρηση του Νάσου Βαγενά για τη μετάφραση. Με την ευαισθησία του ποιητή, τις γνώσεις του μεταφραστή και την αυστηρή ματιά του καθηγητή και κριτικού της λογοτεχνίας, ο Νάσος Βαγενάς αναζητά τον ορισμό της πιστότητας και της ποιητικότητας στη μετάφραση της ποίησης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα ποίημα που να λειτουργεί σαν πρωτότυπο. Δεν δέχεται τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης ούτε όμως και την παραλλαγή αυτής της άποψης ότι για να είναι μια μετάφραση ωραία θα πρέπει να είναι άπιστη, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ρητορικές και παραπλανητικές υπερβολές που δεν συμβάλλουν σε μια εποικοδομητική ενασχόληση με τη μετάφραση της ποίησης. Και όταν ο αναγνώστης ξαφνιάζεται συναντώντας στην πρώτη φράση του πρώτου κειμένου τον γνωστό αφορισμό του Robert Frost ότι «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», ο Βαγενάς - προς ανακούφιση του αναγνώστη του - πολύ γρήγορα και πολύ ορθά διευκρινίζει πως «σκοπός του Φροστ δεν είναι να ορίσει τη μετάφραση αλλά την ποίηση» (σελ. 18).

Ποίηση και Μετάφραση

Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει πέντε κείμενα με τους βασικούς προβληματισμούς του Νάσου Βαγενά σε σχέση με την πιστή μετάφραση, τη μετάφραση σε έμμετρο ή ελεύθερο στίχο και τη σχέση του μεταφραστή με τον ποιητή και το ποίημα που μεταφράζει.

Πιστότητα

Στο κείμενο με τίτλο «Η μετάφραση ως πρωτότυπο» ο Νάσος Βαγενάς υποστηρίζει ότι μια μετάφραση πρέπει να είναι πιστή προς το νόημα, το νόημα όμως ενός ποιήματος δεν είναι το περιεχόμενό του, όπως στην πρόζα. Έτσι αναζητά στη συνέχεια τα στοιχεία που διακρίνουν την ποίηση από την πρόζα και που δεν έγκεινται στην εξωτερική μορφή αλλά στη διαφορετική κίνηση των λέξεων, στον ρυθμό του κειμένου, στο ότι η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη και όχι η φράση, στο ότι η ποίηση εκφράζει συγκινήσεις και όχι σκέψεις. Συνεπώς το καθήκον του μεταφραστή είναι να παραμείνει πιστός στο συγκινησιακό νόημα του πρωτότυπου ποιήματος. «Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν οι λέξεις του δεν λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, που να δίνουν την αίσθηση ότι η γλώσσα του χορεύει μ' έναν ρυθμό παρόμοιο με τον ρυθμό του πρωτότυπου.» (σελ. 20). Εκεί, βεβαίως, εντοπίζεται η πρώτη δυσκολία της μετάφρασης. Η δεύτερη είναι ότι ο μεταφραστής ερμηνεύει το νόημα του ποιήματος μέσα από τη δική του ανάγνωση. «Η μετάφραση ενός ποιήματος σαν μια πράξη ατομική είναι αναγκαστικά μια πράξη υποκειμενική» (σελ. 21). Γι' αυτό τον λόγο, απαραίτητο για μια πιστή μετάφραση είναι η ευαισθησία του ποιητή να συγγενεύει με την ευαισθησία του μεταφραστή και αυτές οι δύο ευαισθησίες, οι δύο ρυθμοί, να συναντηθούν στη γλώσσα του μεταφραστή. Στους ρυθμούς πρέπει στη συνέχεια να χωρέσουν οι λέξεις, γι' αυτό η μετάφραση δεν γίνεται κατά λέξη αλλά κατ' αντιστοιχία, απαλλαγμένη από κάθε ίχνος μεταφρασιμότητας. «Αυτό είναι το παράδοξο της ποιητικής μετάφρασης: ότι η μετάφραση ενός ποιήματος δεν μπορεί να είναι μετάφραση, αν δεν αρνείται τον εαυτό της. Αν δηλαδή δεν στέκεται σαν ένα πρωτότυπο ποίημα» (σελ. 23). Ο Βαγενάς παραθέτει τρία παραδείγματα, μέσα από τα οποία αναλύει τα όρια της ελευθερίας που έχει ένας μεταφραστής παραμένοντας ωστόσο πιστός στις εικόνες του πρωτότυπου, στον τόνο, στον ρυθμό. Το πρώτο παράδειγμα είναι οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Θριαμβική πομπή» του Eliot σε μετάφραση του Κλείτου Κύρου και του Στάθη Δερμεντζόγλου, το δεύτερο η μετάφραση του ποιήματος του Corbière «Μικρός που πέθανε στ' αστεία» από τον Καρυωτάκη σε αντιπαραβολή με τη μετάφραση του Λάζαρου Πηνιατόγλου και το τρίτο η εισαγωγή του ποιήματος «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Eliot σε μετάφραση του Αντώνη Δεκαβάλλε και στην παράφραση του Γιώργου Σεφέρη, η οποία ωστόσο αποδεικνύεται πιστότερη μεάφραση. Με αυτή την ευκαιρία αναφέρεται στις απόψεις του Σεφέρη για τη μετάφραση αλλά και στο μεταφραστικό του έργο χωρίς να φείδεται κριτικής για τη διστακτικότητα και ενίοτε αμηχανία του Σεφέρη ως μεταφραστή. Κλείνει αυτό το εκτενέστερο σε σύγκριση με όλα τα άλλα κείμενο του βιβλίου αναφερόμενος και πάλι στην ερμηνευτική διάσταση της ανάγνωσης της ποίησης και συνεπώς της μετάφρασής της και συνοψίζοντας τις θέσεις του για τη μετάφραση της ποίησης αλλά και για τους ποιητές ως μεταφραστές.

Η δεύτερη γραφή

Ο τίτλος «Προϋποθέσεις της 'δεύτερης γραφής'» του δεύτερου κειμένου παραπέμπει στη «Δεύτερη γραφή» (1976) του Ελύτη, όπου συγκεντρώνονται διάφορες μεταφράσεις του, άνισες μεταξύ τους κατά την άποψη του Βαγενά. Το μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα οφείλεται στην «έλλειψη της βαθύτερης συγγένειας του Ελύτη» (σελ. 45) με τον Ungaretti, τον Lorca, τον Rimbaud, τον Lautréamont, ποιητές που μεταφράζει παρά το διαφορετικό ρυθμό της δικής του ιδιοσυγκρασίας. «Και επειδή οι ρυθμοί αυτοί [του πρωτοτύπου] είναι πιο σύντομοι και οι λέξεις με τις οποίες ενσαρκώνονται δεν αρκούν για να καλύψουν το μήκος των δικών του ρυθμών, ο Ελύτης αισθάνεται ένας μέρος της φωνής του άδειο, στο κενό. Το κενό αυτό νιώθει την ανάγκη να το καλύψει με πρόσθετες λέξεις. Έτσι ο ρυθμός αυτών των μεταφράσεων πάσχει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από μια διαταραχή» (σελ. 46). Αντιθέτως, ο Ελύτης φανερώνει τη συγγένειά του με τον Eluard ή τον Jouve σε μεταφράσεις που «οι ρυθμοί τους ξεδιπλώνονται με τέτοιο κύρος και με τέτοια σταθερότητα, που θα νόμιζε κανείς πως είναι ποιήματα γραμμένα κατευθείαν στα ελληνικά» (σελ. 47). Εδώ ο Βαγενάς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει η εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στον ποιητή και στον μεταφραστή-ποιητή, ίσως η μετάφραση είναι καλύτερα να γίνεται από «μεταφραστές με ασθενική ποιητική ιδιοσυγκρασία, που να μπορούν να προσαρμόσουν εύκολα τις διαθέσεις τους στις διαθέσεις του πρωτοτύπου» (σελ. 49).

Ελεύθερος στίχος

Στο τρίτο κείμενο με τίτλο «Η μετάφραση των έμμετρων μορφών στην εποχή του ελεύθερου στίχου» ο Βαγενάς καταπιάνεται με ένα θέμα, το οποίο έχει ήδη θίξει στα προηγούμενα δύο κείμενά του, και το οποίο εδώ αναλύει μέσα σε ένα στέρεο θεωρητικό-λογοτεχνικό και ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο. Ξεκινά από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι «στη στιχουργική μορφή περιέχεται η έννοια της τάξης, η αρμονία που θέλησε ο ποιητής» (σελ. 51), τονίζει ωστόσο ότι η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου στην ποίηση δεν είναι αυθαίρετη, όπως στην κοινή γλώσσα, αλλά οργανική. Η μορφή επομένως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του περιεχομένου μιας λέξης, καθορίζεται ωστόσο από το ποιητικό είδος στο οποίο ανήκει το ποίημα, αλλά και από τη λογοτεχνική παράδοση από την οποία αυτό το είδος απορρέει. Κι αν ο έμμετρος στίχος αποτελεί τη γλωσσική έκφραση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής, αυτή η δομή και η τάξη αλλάζουν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και μαζί τους αναπόφευκτα αλλάζουν και οι τρόποι έκφρασης στη λογοτεχνία. «Το ποίημα σε πρόζα και ο ελευθερωμένος στίχος […] είναι τεκμήρια της μεγάλης αλλαγής που επήλθε στη δυτική ευαισθησία αυτή την περίοδο» (σελ. 54). Ενδιαφέρουσα είναι η έννοια του μορφικού σημείου, την οποία εισάγει ο Βαγένας, για να ορίσει «το σημαίνον της ποιητικής μορφής μαζί με το σημαινόμενό του» (σελ. 55). Ο έμμετρος στίχος επομένως μιας παλιότερης εποχής πρέπει να μεταφραστεί σε μια μορφή της σύγχρονης ποιητικής παράδοσης, ώστε το 'νόημα' που είχε το έμμετρο ομοιοκατάληκτο ποίημα για τον τότε αναγνώστη να μεταφερθεί με μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μορφική αντιστοιχία για τον σημερινό αναγνώστη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά «κάθε παλαιό έμμετρο ποίημα θα πρέπει σήμερα να μεταφράζεται σε μια μορφή ελεύθερου στίχου […αλλά…] ότι καμμία μετάφραση παλαιάς έμμετρης μορφής στην εποχή του ελεύθερου στίχου δεν μπορεί να ελπίζει σε πιστότητα προς την παλαιά έμμετρη μορφή, αν η μορφή της δεν έχει διαπλαστεί μέσα από την εμπειρία του ελεύθερου στίχου» (σελ. 58). Τη θέση του αυτή ο Βαγενάς την αποσαφηνίζει μέσα από παραδείγματα μεταφράσεων που αναφέρει στη συνέχεια, όπως τις μεταφράσεις του Βηλαρά, του Σολωμού, του Παλαμά που συνειδητά συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, τις μεταφράσεις σε ελεύθερο στίχο της «Παλατινής Ανθολογίας» από τον Γιώργο Ιωάννου, της «Οδύσσειας» από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, του «Άμλετ» από τον Γιώργο Χειμωνά, σονέτων του Σαίξπηρ από τον Στυλιανό Αλεξίου. Στον Αλεξίου αναφέρεται εκτενέστερα, για να δείξει «τι μπορεί να κάνει ένας εμπνευσμένος μεταφραστής της εποχής του ελεύθερου στίχου με μια καθορισμένη παλαιά μορφή, όπως το σονέτο» (σελ. 61) και κλείνει αυτό το πολύ περιεκτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο παραθέτοντας ένα σονέτο σε μετάφραση του Αλεξίου.

Οκτώ θέσεις για τη μετάφραση της ποίησης

Με αυτόν τον τίτλο παρατίθενται οκτώ σύντομα κείμενα για την ποίηση και τη μετάφραση, στα οποία ο Βαγενάς με αποφθεγματικό τρόπο παραθέτει τις απόψεις του στα βασικά ερωτήματα για τη μετάφραση της ποίησης. Ξεκινά από τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης, καθώς η γλώσσα της ποίησης είναι μια ιδανική μορφή γλώσσας, όπου το σημαίνον δεν μπορεί να ξεχωρίσει από το σημαινόμενο, ενώ αντιθέτως η μετάφραση προϋποθέτει την αυθαίρετη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Ωστόσο, η ποίηση μεταφράζεται, και η μετάφρασή της είναι μια ανα-δημιουργία που αποτελεί μια πραγματική τέχνη, η οποία επιτρέπει την επίδραση ανάμεσα σε ποιητές διαφορετικών γλωσσών. Γι' αυτό τον λόγο «μια ιστορία της λογοτεχνίας που δεν περιλαμβάνει τις μεταφράσεις είναι μια ελλιπής ιστορία. Μια ποιητική ανθολογία που δεν περιλαμβάνει μεταφράσεις είναι μια ελλιπής ανθολογία» (σελ. 69).

Η μεταφραστική ανελευθερία του ελεύθερου στίχου

Στο πέμπτο κείμενο με τίτλο «Το πρόβλημα της μετάφρασης του ελεύθερου στίχου» ο Νάσος Βαγενάς επανέρχεται σε αυτό το θέμα (δώδεκα χρόνια μετά τη γραφή του τρίτου κειμένου), για να επισημάνει την πτώση της ποιητικότητας στις νεοτερικές μεταφράσεις. Υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στην προσκόλληση των μεταφραστών στο σημαινόμενο του ποιήματος κι όχι στη σχέση του σημαινόμενου με το σημαίνον ή αλλιώς στο νόημα και όχι στη μορφή, κι ακόμη λιγότερο στο σύνολο που διαμορφώνει η απαραβίαστη σχέση μορφής και νοήματος στην ποίηση. Υπογραμμίζει τη δυσκολία να προσδιοριστεί η μορφή του ελεύθερου στίχου, δηλαδή ο ρυθμός που διέπει κάθε ποίημα - είτε έμμετρο είτε όχι - ο οποίος πλέον «στηρίζεται σε κάποιο είδος μέτρου […] που είναι διαφορετικό από το μέτρο της έμμετρης ποίησης» (σελ. 74). Το μέτρο που διέπει τον ελεύθερο στίχο είναι το ιδιαίτερο και προσωπικό μέτρο του ποιητή και γι' αυτό παραμένει λιγότερο ευδιάκριτο, ενώ παράλληλα οδηγεί συχνά στην ψευδαίσθηση ότι η μετάφρασή του είναι πιο εύκολη. Με παράδειγμα τη μετάφραση μιας ωδής του Πετράρχη από τον Σολωμό, αναλύει πώς ο Σολωμός «παράγει ένα στροφικό σύστημα που έχει με τα ελληνικά στιχουργικά συμφραζόμενα, αναλογικά, τη σχέση που έχει με τα ιταλικά στιχουργικά συμφραζόμενα το στροφικό σχήμα του ποιήματος του Πετράρχη» (σελ. 77). Η μεταφραστική πιστότητα εντοπίζεται από τον Βαγενά στην αναπαραγωγή των εικόνων του Πετράρχη σε έναν ρυθμό αντίστοιχο του πρωτοτύπου, έτσι ώστε «η αίσθηση που μας δίνει το σολωμικό κείμενο είναι η αίσθηση που μας δίνει ένα πρωτότυπο ποίημα» (σελ. 79). Στον αντίποδα αυτής της μεταφραστικής προσέγγισης βρίσκεται η μετάφραση της «Έρημης χώρας» του Eliot από τον Σεφέρη, στην οποία η προσπάθεια της πιστής μεταφοράς των λέξεων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του σφρίγους του ρυθμού του πρωτοτύπου. Ο Βαγενάς αναφέρεται στη «μεταφραστική συντηρητικότητα του Σεφέρη (η οποία επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες των δικών του μεταφραστών, του Edmund Keeley και του Kimon Friar)» (σελ. 84). Ο μεγάλος ποιητής που παρομοίωσε τη μετάφραση με την αντιγραφή ενός πίνακα κάποιου ζωγράφου, δεν κατορθώνει να μεταφέρει τον ρυθμό του πρωτοτύπου ούτε στη μετάφραση του ποιήματος του Yates «Ταξίδι στο Βυζάντιο» που παρατίθεται ως ένα ακόμη παράδειγμα. Το εκτενές αυτό κείμενο κλείνει με τέσσερις εύστοχες παρατηρήσεις του Βαγενά για το πώς η μετάφραση της ποίησης μετά το 1930 στην Ελλάδα οδήγησε σε μεγάλο βαθμό σε μεταφράσεις όχι «κατ' αντιστοιχίαν» αλλά «κατ' εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν» αλλά και στη μετάφραση παλιών έμμετρων ποιημάτων σε ελεύθερο ανομοιοκατάληκτο στίχο, ίσως γιατί «οι ποιητές και οι μεταφραστές του ελεύθερου στίχου δεν είναι ασκημένοι στο να γράφουν έμμετρο στίχο», έτσι ώστε «ο ελεύθερος στίχος […] κατέληξε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, σε μια μεταφραστική ανελευθερία, αφού περιοριστική είναι στη μετάφραση της ποίησης η προσκόλληση στο γράμμα» (σελ. 87-88).

Ποιητές και μεταφραστές

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Νάσος Βαγενάς κατέθεσε τη θεωρητική του προσέγγιση για τη μετάφραση της ποίησης χρησιμοποιώντας παραδείγματα για την αποσαφήνισή της, ενώ στο δεύτερο μέρος ακολουθεί την αντίστροφη πορεία: εξετάζει ποιητές που μεταφράζουν και μεταφράζονται «υπό το πρίσμα των θεωρητικών απόψεων του πρώτου μέρους» (σελ. 11). Πρόκειται για μελέτες συγκεκριμένων πλέον περιπτώσεων ενός μεγάλου αριθμού ελλήνων και ξένων ποιητών και ποιητών-μεταφραστών, οι οποίοι μέσα από ένα συνεχή μεταφραστικό διάλογο διαμόρφωσαν την προσωπική τους ποίηση και ενίοτε τον λογοτεχνικό κανόνα των χωρών τους. Ο Νάσος Βαγενάς αναλύει κριτικά και εύστοχα την πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη ενασχόληση των ποιητών με τη μετάφραση.

Γιώργος Σεφέρης - Οδυσσέας Ελύτης

Αφιερώνει τέσσερα κείμενα στον Σεφέρη και το μεταφραστικό του έργο: «Ο Σεφέρης ως μεταφραστής της αγγλικής ποίησης», «Σχόλια στον Σεφέρη», «Αποκάλυψη νεοελληνική» και «Ένα κριτικό αίνιγμα», όπου εν μέρει στο δεύτερο και κυρίως στο τρίτο κείμενο τον αντιπαραβάλλει με τον Ελύτη ως μεταφραστή και αναλύει τόσο τη σχέση τους με τη γλώσσα όσο και τις μεταφραστικές θεωρήσεις τους. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το συμπέρασμά του όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ της γλώσσας των μεταφράσεων και της γλώσσας των ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη - ειδικότερα σχετικά με τους παλαιοδημοτικούς τύπους των μεταφράσεων: «Ο Σεφέρης και ο Ελύτης ανήκουν σε μια γλωσσικά μεταβατική γενεά, αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μεταπολεμική μας ποίηση. […] Έτσι η μετάφραση θα πρέπει να λειτούργησε ως ο κατάλληλος χώρος για να αποθέσουν μια γλωσσική ύλη που ένοιωθαν να τους δημιουργεί προβλήματα» (σελ. 104). Μία δυνατότητα σύγκρισης του μεταφραστικού έργου των δύο ποιητών προσφέρει η «Αποκάλυψη», την οποία μετέφρασαν και οι δύο στη νεοελληνική, με μια απόσταση είκοσι χρόνων. Εκεί ο Σεφέρης «μεταφέρει πιστά το νόημα των λέξεων χωρίς ιδιαίτερες προσωπικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες υπαγορευόμενες από την ανησυχία μήπως η μετάφρασή του δεν ακούγεται ποιητική […] απεναντίας ο Ελύτης μεταφράζει σε μια μορφή που λειτουργεί με μια δική της αυτονομία» (σελ. 122).

Νίκος Καζαντζάκης - Kimon Friar

Στην «Οδύσσεια δύο ποιητών» ο Βαγενάς συγκρίνει την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη με την αγγλική μετάφρασή της από τον Kimon Friar και εύστοχα σημειώνει ότι η «γλώσσα για να είναι πραγματικά ποιητική πρέπει να διαθέτει έναν επαρκή βαθμό προφορικότητας, μιαν ικανοποιητική ποσότητα φυσικής ανάσας». Χαρακτηρίζει την έκφραση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη τεχνητή, σε αντίθεση με την «Οδύσσεια» του Friar, ο ρυθμός της οποίας «είναι τόσο συναρπαστικός, που με υψώνει και με περνά πάνω από τις τάφρους της ξένης γλώσσας» (σελ. 96). Κι αν ακόμη, προσθέτει, οι γνώσεις του της αγγλικής γλώσσας δεν του επιτρέπουν ενδεχομένως να αισθανθεί την ενδεχόμενη τεχνητότητα και αυτού του κειμένου, «η δύναμη της ποίησης στηρίζεται κατά ένα μέγα μέρος στις παρανοήσεις» (σελ. 96).

Ανδρέας Κάλβος

Στο κείμενο «Ο Κάλβος και οι ψαλμοί του Δαβίδ» ο Νάσος Βαγενάς, που έντεκα χρόνια αργότερα θα επιμεληθεί την «Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1992), παρουσιάζει το μεταφραστικό έργο του Κάλβου και ιδιαίτερα αναλυτικά τη μετάφρασή του των Ψαλμών του Δαβίδ που αναδημοσίευσε ο μελετητής του Γιάννης Δάλλας στις εκδόσεις Κείμενα. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Κάλβου είναι ότι πρόκειται για έναν ιταλό ποιητή, ελληνικής καταγωγής, που αποφάσισε να γράψει και να μεταφράσει στην ελληνική γλώσσα, επηρεασμένος από τον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους. Επίσης ενδιαφέρον το πώς το μεταφραστικό του έργο επηρεάζει το δικό του: «αν ο Κάλβος δεν τύχαινε να γνωρίσει τη μεταφραστική εμπειρία των Βιβλικών κειμένων, η ποίησή του θα ήταν αρκετά διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε» (σελ. 108).

Ugo Foscolo

Στις «Μεταφραστικές ανασκαφές» ο Βαγενάς αναφέρεται αρχικά στον λειτουργικό ρόλο «που παίζει η μετάφραση - κυρίως η μετάφραση της ποίησης - στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της λογοτεχνίας μιας χώρας, ως θρεπτική πηγή της και διαμορφωτής νέων ιδεών και μορφών» (σελ. 125). Τονίζει την ανάγκη για μια λογοτεχνική αρχαιολογία, στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάζει μια ανθολογία επτανησιακών μεταφράσεων του Foscolo, με επτά σονέτα επιλεγμένα από τον Στέφανο Ροζάκη (εκδ. Ωκεανίδα). Ο Βαγενάς συγκρίνει και κρίνει διάφορες μεταφράσεις, επισημαίνει τις ελλείψεις της έκδοσης, καταλήγει, ωστόσο, στο ότι «η ανθολογία του Ροζάνη είναι αξιανάγνωστη. Γιατί κάνει προσιτές μερικές ωραίες μεταφράσεις ποιημάτων του Φόσκολο και προσφέρει μια γεύση της μεταφραστικής τέχνης των Επτανησίων» (σελ. 130).

Κωνσταντίνος Καβάφης

Το κείμενο «Η παγκοσμιοποίηση του Καβάφη» αποτελεί την εισαγωγή στην επιμελημένη από τον Βαγενά έκδοση «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων» (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000). Πρόκειται για μια ανθολογία που συγκεντρώνει 153 ποιήματα 135 ποιητών από 30 χώρες, γραμμένα σε 19 γλώσσες, τα οποία είτε εμπνέονται από την ποίηση ή τη μορφή του Kαβάφη είτε συνομιλούν με αυτές. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λογοτεχνικού διαλόγου μέσα από τη μετάφραση, ενώ ας σημειωθεί ότι για την έκδοση αυτή εργάστηκαν 22 μεταφραστές που μετέφεραν - ή επανέφεραν - στην ελληνική γλώσσα τις φωνές μειζόνων ποιητών της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Giacomo Leopardi

Στην «Εισαγωγή σε μια μετάφραση ενός ποιήματος» ο Νάσος Βαγενάς καταθέτει μια δική του μετάφραση ενός ποιήματος του Leopardi, με εκτενή σχόλια και σαφή τεκμηρίωση των αποφάσεών του. Δίνει έτσι το μοναδικό σε αυτόν τον τόμο δείγμα του μεταφραστικού έργου του, ενώ συγχρόνως παρουσιάζει τον τρόπο, με τον οποίο ένας μεταφραστής αναζητά τις εικόνες, τα βιώματα και τις επιρροές του ποιητή που μεταφράζει.

Zbigniew Herbert

Στην «Ηθική της ειρωνείας» ο Βαγενάς παρουσιάζει τον πολωνό ποιητή Zbigniew Herbert και τις ελληνικές μεταφράσεις του, επ' ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου «Η ψυχή του κ. Cogito και άλλα ποιήματα» από τον Χάρη Βλαβιανό (εκδ. Γαβριηλίδης, 2001). Επισημαίνει ότι μία 'διανοητικής' υφής ποίηση, όπως αυτή του Herbert «φαίνεται εκ πρώτης όψεως εύκολα μεταφράσιμη, όμως δεν είναι» (σελ. 163), γιατί απαιτεί πιστότητα και στη μεταφορά του γνωστικού περιεχομένου των λέξεων. Υπογραμμίζει δε ότι ο Βλαβιανός κατορθώνει με επιτυχία να αναπαραγάγει τόσο το γνωστικό περιεχόμενο όσο και τους ρυθμούς της ποίησης και ότι αυτό έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι επέλεξε να μεταφράσει ποιήματα που ταιριάζουν στη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία, προϋπόθεση αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχημένη μετάφραση της ποίησης.

Σχόλια

Ειδικά με τη δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση του έργου του, ο Νάσος Βαγενάς μας δίνει μια πλούσια και εμπεριστατωμένη κατάθεση για τη μετάφραση της ποίησης. Η γραφή του χαρακτηρίζεται έντονα από τη ματιά του ποιητή και του κριτικού της λογοτεχνίας, και αποδεικνύει τις βαθιές γνώσεις του της ελληνικής και ξένης ποίησης. Χωρίς να περιέχει ούτε ένα μεταφρασεολογικό όρο αποτελεί ένα έργο απαραίτητο για όσους ασχολούνται σήμερα με τη μεταφρασεολογία και φυσικά με τη μετάφραση της ποίησης.

6. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. 2003. Το εργαστήρι του μεταφραστή. Αθήνα: Πόλις.

Ανθή Βηδενμάιερ

Ιστορικός τέχνης, συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων, δοκιμίων αλλά και ειδικών κειμένων, ο Μίλτος Φραγκόπουλος διδάσκει παράλληλα μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ και αποτελεί τακτικό συνεργάτη του περιοδικού «Μετάφραση». Στα δοκίμια αυτού του τόμου συγκεντρώνει την πολύπλευρη και πολύχρονη πείρα του στον χώρο της μετάφρασης. Με προβληματισμένη αλλά και πειραματική διάθεση αναδεικνύει τα όρια της μεταφραστικής διαδικασίας σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο και τη γλώσσα-στόχο, σε σχέση με τους εκδότες και τους αναγνώστες, αλλά και σε σχέση με τον ίδιο τον μεταφραστή. Κείμενα «εξομολογητικά», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος - τα έξι γραμμένα στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, αναθεωρημένα για αυτή την έκδοση και υποστηριζόμενα από δύο νέα που λειτουργούν ως εισαγωγή και επίλογος - συγκεντρώνονται εδώ ως μια κατάθεση στο «διευρυνόμενο ενδιαφέρον για τις διεργασίες της μετάφρασης, που έχει συμβάλει στη συγκρότηση - και στην Ελλάδα - ενός διακριτού γνωστικού αντικειμένου το οποίο αναφέρεται συχνά ως μεταφρασεολογία» (σελ. 10). Το έργο κλείνει με ένα πολύ χρήσιμο ευρετήριο των ονομάτων που αναφέρονται στα δοκίμια με βιογραφικά στοιχεία και σχόλια για τα έργα τους που σχετίζονται με τα κείμενα.

Η ισορροπία

Το πρώτο κείμενο σε αυτό τον τόμο με τίτλο «Το φερέφωνο» λειτουργεί, όπως δηλώνει και ο συγγραφέας του, ως ένας πρόλογος, μια εισαγωγή στο θέμα μετάφραση. Η μορφή του διαλόγου-αντιλόγου ανάμεσα στον ίδιο και σε ένα φίλο, ένα καλοκαίρι, σε ένα παλιό καφενείο, σε ένα λιμάνι, σε ένα νησί, αναδεικνύει την ευαισθησία, το ύφος και το ήθος του Φραγκόπουλου, ο οποίος παρά την εμπειρία του στον χώρο, διατυπώνει τις απόψεις του χωρίς δογματισμούς, με στοργικές αμφισβητήσεις και χαμηλόφωνο πάθος, προλαβαίνοντας τις αντιρρήσεις του αναγνώστη καθώς ξετυλίγει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Ο εσωτερικός διάλογος κάθε μεταφραστή που αναστοχάζεται για το έργο και την εργασία του, που θέτει ερωτήματα και αναζητά απαντήσεις για τον τρόπο που η μετάφραση πραγματώνεται αλλά και προσλαμβάνεται. Αμφισβητεί ό,τι μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο: το αν όντως μεταφράζουμε από τη μία γλώσσα στην άλλη «από τα αγγλικά, ας πούμε, στα ελληνικά γενικώς;» (σελ. 15) ή μήπως το ορθόν θα ήταν να λέγαμε ότι μεταφράζουμε από μια συγκεκριμένη μορφή μιας συγκεκριμένης γλώσσας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «από τα αγγλικά του δέκατου έκτου αιώνα, για παράδειγμα, στα ελληνικά του εικοστού;» (σελ. 15-16). Είναι η μετάφραση «ένα αχνό αντίγραφο του πρωτοτύπου» (σελ. 21) ή μέσα από τη μετάφραση αποδεικνύεται το πόσο καλό είναι και το ίδιο το πρωτότυπο κείμενο, καθώς «ένας τέτοιος μόχθος […] σίγουρα θέτει το πρωτότυπο σε μια μεγάλη δοκιμασία» (σελ. 23). Και ακόμη, έχει κάποιο νόημα να τίθενται αυτά τα ερωτήματα γύρω από το θέμα της μετάφρασης και να επανέρχονται με παλιές και νέες απαντήσεις κάθε εποχή; Μήπως τελικά μια συνεπής προσπάθεια να τεθούν και να απαντηθούν όλα αυτά που αποτελούν όχι την «άλγεβρα» αλλά την «αλχημεία της γλώσσας» και που εμποδίζουν τις μηχανές να πάρουν το έργο της μετάφρασης από τα χέρια του ανθρώπου, καταστήσουν τους μεταφραστές ανίσχυρους μπροστά στο τεράστιο έργο που καλούνται να επιτελέσουν; Δεν χρειάζεται να απαντηθούν, δηλώνει ο Φραγκόπουλος, «τα ερωτήματα αυτά είναι το υλικό που δίνει πνοή στο φερέφωνο για να μιλήσει» (σελ. 19). Ο μεταφραστής-φερέφωνο έχει περάσει μέσα από τις «τρεις στιγμές [που] προσδιορίζουν κάθε μεταφραστικό εγχείρημα» (σελ. 17): την κατανόηση, την ερμηνεία και την ανασύνθεση του κειμένου, και με την αναπόφευκτη βία «που ενυπάρχει σε κάθε προσπάθεια να πατήσουμε στην αντίπερα όχθη» (σελ. 22) ξεπερνά τα όριά του για να μας πει «κάτι σπουδαίο που υπερβαίνει τη δική του δημιουργικότητα» (σελ. 23). Το φερέφωνο, με ταπείνωση και χωρίς φιλαρέσκεια, μας χαρίζει το «λάφυρο της σκέψης της άλλης γλώσσας, που πρέπει να την κατανοήσουμε με τους δικούς της όρους» (σελ. 23).

Η ερμηνεία

Σε αυτό το κεφάλαιο με τίτλο «Η ώρα της ερμηνείας: 'Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ' και η μετάφραση κλασικών έργων» ο Φραγκόπουλος παρουσιάζει αφενός μια βασική αρχή της ερμηνευτικής - το πώς η γλώσσα διαμορφώνει την αντίληψή μας για τον κόσμο - και αφετέρου μια βασική αρχή της μετάφρασης - το πώς ο μεταφραστής ερμηνεύει το κείμενο μέσα από τη δική του ανάγνωση: «Γιατί η μετάφραση είναι η στιγμή μιας συνάντησης. Δεν είναι το έργο σε μια άλλη γλώσσα. Είναι μια απόδοση. Μία, ανάμεσα σε πολλές, ανάγνωση.» (σελ. 45). Αναλύοντας γιατί «κάθε γενιά κάνει ή οφείλει να κάνει τις δικές της μεταφράσεις των κλασικών» (σελ. 45), ο Φραγκόπουλος παρουσιάζει τους λόγους, οι οποίοι τον οδήγησαν να μεταφράσει αυτό το έργο του Jonathan Swift, που γράφτηκε το 1726, καθώς «τα κλασικά έργα με τον αστείρευτο πλούτο της σύνθεσής τους, γεννήματα κατά κανόνα συγκυριών συνταρακτικών, σε κάθε διαφορετική εποχή έχουν κάτι διαφορετικό να παρουσιάσουν στον αναγνώστη» (σελ. 48), αλλά και το πώς ο ίδιος αναγνώστης στις διάφορες περιόδους της δικής του ζωής διαβάζει διαφορετικά ένα κείμενο. Μέσα από μια υφολογική ανάλυση του πρωτοτύπου, ο Φραγκόπουλος ασχολείται με την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, χαρακτηρίζει συντηρητική τη στάση των Ελλήνων απέναντι στην ενσωμάτωση ξένων όρων στην ελληνική και παραθέτει εύστοχες αναφορές στους συνειρμούς που δημιουργεί η χρήση τύπων της δημοτικής σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα «Η αντίδραση / της αντίδρασης μου θυμίζει συντηρητικούς ηγεμόνες· η αντίδραση / της αντιδράσεως μου θυμίζει ένα φυσικό (ή ψυχικό) φαινόμενο.» (σελ. 37). Αναφέρεται στις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να τηρήσει ο μεταφραστής, για να αποδώσει τη ροή και την ατμόσφαιρα του κειμένου, αλλά και στις αμφιβολίες για τη σωστή κατανόηση του κειμένου, για τη σωστή χρήση της γλώσσας, για τις αλλαγές που ο ίδιος αναγκάζεται να κάνει, τις «αμφιβολίες για το αν τελικά αυτό που έδωσα είναι Σουίφτ κι όχι κάτι άλλο» (σελ. 40). Και μας χαρίζει τον Γκάλλιβερ σε μια νέα απόδοση του κλασικού αυτού έργου χάρη στην εξέλιξη της γλώσσας, τη διαφορετική ανάγνωση της κάθε γενιάς, τις διαφορετικές εμπειρίες που διαμορφώνουν στο πέρασμα του χρόνου τόσο τη γλώσσα όσο και τον αναγνώστη: «σ' αυτή την προσπάθεια απόδοσης δεν ήταν ο Γκιούλλιβερ, ο μυθικός Γκιούλλιβερ των παιδικών μου χρόνων […], μα ένας άλλος, λιγότερο 'ηρωικός', αυτοσχέδιος κοινωνιολόγος, με μέσου επιπέδου μόρφωση και ικανότητες, παρατηρητής, και είρωνας, ο κύριος Γκάλλιβερ» (σελ. 51).

Η αμφιβολία

«Η «αμφιβολία του μεταφραστή» αποτελεί ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα αυτού του βιβλίου, γιατί καταγράφει την εξέλιξη στον χώρο των επαγγελματικών μεταφραστών. Ο Φραγκόπουλος αναφέρεται με μια σπάνια κατανόηση έως και στοργή σε όσους ασκούν το επάγγελμα της μετάφρασης και χαρακτηρίζει τη μετάφραση «μια από τις πιο κακοπληρωμένες δουλειές, δουλειά επίπονη και παρακινδυνευμένη» (σελ. 53), ειδικά μάλιστα στην ελληνική γλώσσα που δεν έχει λύσει τα προβλήματα του παρελθόντος της και στρέφει την πλάτη της στο μέλλον. Δηλώνει ότι η μεγάλη διαφοροποίηση όσον αφορά την εξέλιξη του επαγγέλματος είναι ότι δεν ασκείται πλέον από λόγιους ως πάρεργο, αλλά από εκπαιδευμένα άτομα ως κύρια πηγή βιοπορισμού, και αποτελεί έτσι ίσως έναν από τους πρώτους λόγιους στην Ελλάδα που στρέφουν την προσοχή τους στον επαγγελματία μεταφραστή. Μιλά επίσης για τη μοναξιά του μεταφραστή όταν παλεύει «όχι με τις λέξεις που έχουν τα ισοδύναμά τους στο λεξικό, αλλά με εκείνες τις αποχρώσεις που καθιστούν το λεξικό άχρηστο ή ατελές» (σελ. 55). Και επειδή κάθε μεταφραστής καλείται να λάβει αποφάσεις, πολλές φορές ρισκάροντας και πάντα έχοντας μία μόνο ευκαιρία, συχνά τον κυριεύει η αμφιβολία, η οποία δεν τον εγκαταλείπει ακόμη κι όταν έχει πλέον παραδώσει τη μετάφρασή του. Συγκρίνει τη δουλειά του μεταφραστή με αυτή του ερμηνευτή ενός μουσικού έργου ή του σκηνοθέτη ενός θεατρικού, που επίσης γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να έχουν ερμηνεύσει και διαφορετικά την παρτιτούρα ή το θεατρικό, κι ότι η «'τέλεια' μετάφραση ενός κειμένου είναι […] ανέφικτη» (σελ. 56). Συνεπώς η αμφιβολία που συνοδεύει το ανέφικτο αυτό έργο του, είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του - αν όχι κάθε αναγνώστης γιατί εξ ορισμού δεν μπορεί - σίγουρα όμως κάθε κριτικός, τουλάχιστον για να μην εκτεθεί ο ίδιος. Γιατί ο μεταφραστής καλείται να μεταφέρει όχι λέξεις αλλά μια ολόκληρη κοινωνία και ιστορία στην άλλη γλώσσα, «μια άλλη ψυχοσύνθεση, ένα άλλο εγώ και υποσυνείδητο. Ποιος μπορεί, συνεπώς, να θέσει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων;» (σελ. 57). Στη συνέχεια διαφοροποιεί τα λάθη από τις λεγόμενες κακές μεταφράσεις, και αποδίδει και στους εκδότες τις ευθύνες που αναμφίβολα τους ανήκουν όταν δημοσιεύουν χωρίς καμία επιμέλεια το αποτέλεσμα αυτής της ούτως ή άλλως κακοπληρωμένης εργασίας. Κλείνει αυτό το κείμενο με ένα απόσπασμα από το δοκίμιο του Γκύντερ Άντερς «Είναι χωρίς χρόνο. Σχετικά με το έργο του Μπέκετ 'Περιμένοντας τον Γκοντό'» σε δική του μετάφραση, η οποία είχε λειτουργήσει και ως αφορμή για τις πιο πάνω σκέψεις του.

Ο διάλογος

Στο κείμενο «Η γλώσσα του Θεού: Για τη μετάφραση του 'Χαμένου Παράδεισου' του Μίλτον» ο Φραγκόπουλος αντιμέτωπος με ένα άλλο μεγάλο έργο μας δίνει όχι μόνο τη δική του προσέγγιση, αλλά και αυτή άλλων δύο μεταφραστών που ασχολήθηκαν με τη μετάφραση του Paradise Lost του John Milton (1608-74): του Χρ. Γαλατόπουλου (1933-34) και του Chateaubriand (1836). Ένας διάλογος ανάμεσα σε τρεις μεταφραστές, σε τρεις διαφορετικές εποχές, τρεις διαφορετικές γλώσσες - αν σκεφτούμε ότι η μετάφραση του Γαλατόπουλου είναι στη «μαχόμενη δημοτική του μεσοπολέμου [που] μοιάζει σήμερα τεχνητή και ξεπερασμένη» (σελ. 69). Το κεφάλαιο ξεκινά με τις σκέψεις και τα σχόλια του Φραγκόπουλου, ο οποίος δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1991 τη μετάφραση των πρώτων 255 στίχων του Χαμένου Παράδεισου στο περιοδικό «Νέα Εστία» και ξανά το 2000 στο περιοδικό «Μετάφραση», αφού είχε πλέον ανακαλύψει και τις άλλες δύο μεταφράσεις. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τις Παρατηρήσεις του Chateaubriand κι ύστερα οι 255 στίχοι σε μετάφραση Γαλατόπουλου, στο πρωτότυπο και σε μετάφραση του ίδιου του Φραγκόπουλου. Κοινό στοιχείο και στους τρεις μεταφραστές η προσπάθεια να αποδώσουν το κείμενο «σχεδόν στίχο προς στίχο» (Γαλατόπουλος, σελ. 68), «μια μετάφραση κυριολεκτική με όλη τη σημασία αυτού του όρου […] ακολουθώντας το κείμενο, στίχο προς στίχο, λέξη προς λέξη» (Chateaubriand, σελ. 71) και «ακολουθώντας αυστηρά, όσο ήταν δυνατό, τη σύνταξη και την οικονομία του στίχου» (Φραγκόπουλος, σελ. 64). Αυτή η κοινή προσέγγιση των τριών συνοψίζεται στα λόγια του WalterBenjamin: «Όταν μεταφράζεται ο Σοφοκλής στα γερμανικά […] πρέπει να μπολιάζεται με Σοφοκλή η γερμανική γλώσσα, όχι να διαβάζεται ο Σοφοκλής σα γερμανός ποιητής» (σελ. 66). Κι αν ο Chateaubriand βασανίζεται με ερωτήματα όπως «Τι τον νοιάζει τον αναγνώστη ή τον σημερινό συγγραφέα όλος αυτός ο προβληματισμός; Τι σημασία έχει η επίγνωση όλων αυτών; Ποιος θα διαβάσει τα σχόλια μου; Ποιος θα ενδιαφερθεί γι' αυτά;» (σελ. 76), ο Μίλτος Φραγκόπουλος χαρίζει στον αναγνώστη που ενδιαφέρεται όχι μόνο δύο εκδοχές σε δύο διαφορετικές στιγμές της ελληνικής γλώσσας, αλλά και τη «μελέτη των σκέψεων ενός σπουδαίου συγγραφέα πάνω στο αιώνιο δίλημμα verbum ex verbo ή sensum ex sensu» (σελ. 70).

Το ταξίδι

Στο κείμενο «Φέρνοντας κάτι από την άλλη ακτή: Ό Ναυτίλος' του Έζρα Πάουντ» ο Φραγκόπουλος μεταφράζει την ενδογλωσσική μετάφραση του Ezra Pound ενός ποιήματος του 900 μ.Χ. περίπου. Πρόκειται κα πάλι για ένα παλίμψηστο, για ένα ταξίδι σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές αλλά και σε δύο διαφορετικούς τόπους. Και μέσα από αυτό ο Φραγκόπουλος αναλύει τον τρόπο που ο συχνά αμφισβητήσιμος ως μεταφραστής Ezra Pound καταφέρνει να δώσει την ποιητικότητα του αρχαίου κειμένου με αλλοιώσεις - «αλλά (γι' αυτό ακριβώς) διαβάζουμε ποίηση» (σελ. 111) - με αυθαιρεσίες ή τη χρήση ασυνήθιστων λέξεων, παλιών γραμματικών και ορθογραφικών τύπων. Κι ωστόσο, «το νόημα όχι μόνο δεν προδίδεται, αλλά αντίθετα δυναμώνει» (σελ. 113). Το μεταφραστικό εγχείρημα του Φραγκόπουλου έχει εδώ τρεις στόχους: Ο πρώτος είναι να αποδώσει τον Pound, ο δεύτερος να αποδώσει εκείνο που ο Φραγκόπουλος πιστεύει ότι βλέπει ο Pound στο αγγλοσαξωνικό πρωτότυπο, και ο τρίτος «μια ελληνική εκδοχή ενός παλαιού αγγλικού κειμένου» (σελ. 112). Σε αντίθεση με την κατά στίχο μετάφραση του προηγούμενου κεφαλαίου, εδώ ο Φραγκόπουλος αναζητά την απόδοση της ποιητικότητας με έναν άλλο τρόπο και καταλήγει παραθέτοντας τα λόγια του Hugh Kenner, επιμελητή των εκδόσεων των μεταφράσεων του Pound: «Ο Πάουντ είχε και το θάρρος και την ικανότητα να φτιάξει μια καινούρια φόρμα, παρόμοια σε αίσθηση με το πρωτότυπο, επεκτείνοντας ταυτόχρονα τα όρια της αγγλικής ποίησης» (σελ. 117).

Η απόφαση

Στο κείμενο «Η απόφαση του μεταφραστή: Ριψοκινδυνεύοντας μια επαφή με την 'Belle Dame sans Merci' του Κητς» ο Φραγκόπουλος εκτίθεται, όπως δηλώνει, με τη μετάφραση ενός ποιήματος που αποτελεί έμβλημα του ρομαντισμού και ορόσημο της παγκόσμιας ποίησης. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί θα το έχουν ήδη διαβάσει στο πρωτότυπο ή σε μια άλλη μεταφραστική εκδοχή του στα ελληνικά και θα έχουν ήδη δημιουργήσει τους δικούς τους συνειρμούς, τους οποίους ίσως να μην ξαναβρούν στη δική του απόδοση. Το ποίημα, όμως, αυτό αποτελεί μια πρόκληση από πολλές πλευρές. Αφενός, είναι εξαιρετικά δύσκολη η μετάφραση του σαξονικού τέμπο του ύφους του - το δυσκολότερο σε μια μετάφραση, όπως ήδη έλεγε ο Nietsche - και ο Φραγκόπουλος επιλέγει να διατηρήσει όσο το δυνατόν τη μουσικότητα θυσιάζοντας ενίοτε κάποιες εικόνες. Αφετέρου, οι εικόνες του βρίσκονται μακριά από τη δική μας παράδοση, «το όλο περιβάλλον του - τόσο ως προς τη χειμωνιάτικη φύση του βορρά όσο και ως προς τη μεσαιωνική-ιπποτική εικονολογία - δεν βρίσκει άμεσες αντιστοιχίες με το δικό μας (όπως θα έβρισκε π.χ. σε μια απόδοση στα γερμανικά ή τα γαλλικά)» (σελ.122). Κι ακόμη, περιέχει στίχους ή φράσεις που έχουν στο μεταξύ χρησιμοποιηθεί από άλλους λογοτέχνες ή έχουν αποτελέσει την έμπνευση για εικαστικά έργα, και γι' αυτό το λόγο πρέπει να διατηρηθούν ατόφιες. Ο Keats συνέγραψε αυτό το ποίημα το 1819, βασιζόμενος σε ένα ποίημα του 1424 που έγραψε ο Γάλλος Chartier, για την «επικίνδυνη σαγήνη της γυναίκας που οδηγεί τον ερωτοχτυπημένο άντρα στην καταστροφή» (σελ. 123) - όπου γυναίκα μπορεί να είναι η Fata Morgana του αρθούρειου κύκλου ή η ίδια η τέχνη. Ο Φραγκόπουλος αναλύει τις διάφορες ερμηνείες που το περιβάλλουν και προσπαθεί να υπερβεί τον τρόπο πρόσληψης του σύγχρονου αναγνώστη και να εισχωρήσει «καλόπιστα μέσα στη ρομαντική ατμόσφαιρα του έργου» (σελ. 131) αναλαμβάνοντας να μιλήσει σήμερα με τη φωνή του ποιητή. «Όμως για να πλάσει αυτή την persona [του ποιητή], ο μεταφραστής θα πρέπει να αφεθεί στο ρυθμό του κειμένου, να νιώσει το βόμβο του ποιήματος και να συγκερασθεί με τη διπλή ζωή της λέξης - ο μεταφραστής αυτός που είναι, στον κόσμο μέσα στον οποίο ζει και τη στιγμή που συναντά το κείμενο για να το μεταφράσει. Κι αυτή είναι η απόφαση του μεταφραστή» (σελ. 131).

Η ανεπάρκεια

Στο κείμενο «Η ανεπάρκεια ως μεταφραστική αρετή» ο Φραγκόπουλος αναφέρεται στην πενταετή εργασία του ως προϊσταμένου στο μεταφραστικό τμήμα της εταιρίας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., περιγράφοντας την ελληνική πραγματικότητα των επαγγελματιών μεταφραστών ειδικών κειμένων. Στην ομάδα του είχε έξι άτομα, αποφοίτους ανωτάτων σχολών Μετάφρασης, διαφόρων Φιλολογιών αλλά και του Πολυτεχνείου, μια σύνθεση θεωρητικά ιδανική για τη συνεργασία που απαιτεί η μετάφραση. Τα προς μετάφραση κείμενα ανήκαν σε 21 διαφορετικές ειδικότητες και λόγω της χρονικής πίεσης κάθε μεταφραστής μετέφραζε περί τις επτά σελίδες ημερησίως ενώ ένας αντίστοιχος μέσος όρος της μεταφραστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1993 ήταν 3,6 σελίδες. Ο ίδιος ο Φραγκόπουλος είχε την εποπτεία του έργου, δηλαδή την αναθεώρηση καθώς και την ευθύνη αναπαραγωγής όλων των κειμένων της εταιρίας σε άλλες γλώσσες. Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν η αφόρητη πίεση χρόνου και η έλλειψη τυποποιημένης ορολογίας στα ελληνικά σε συνδυασμό με την έλλειψη βοηθημάτων και το λεξικογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Άλλο πρόβλημα είναι η συχνά δυσνόητη διατύπωση και η ελλιπής ποιότητα των τεχνικών κειμένων, όπως και το γεγονός ότι όσο εξειδικευμένος και να είναι ένας μεταφραστής, αυτό που στην πραγματικότητα απαιτείται από αυτόν είναι «να είναι παντογνώστης και πανεπιστήμων» (σελ. 144). Πολύ σημαντική και σπάνια στην ελληνική βιβλιογραφία η αναφορά στο φλέγον ζήτημα της διδασκαλίας της μετάφρασης, την οποία χαρακτηρίζει εγχείρημα «αν όχι ανέφικτο, πάντως το δυσκολότερο στο χώρο της εκπαίδευσης» (σελ. 145) γιατί πρέπει να διδάξει όχι μόνο τις δύο γλώσσες και τον πολιτισμό που υπάρχει πίσω τους, αλλά και τη ζεύξη αυτών των γλωσσών. Και καταλήγει: «Κατά τη γνώμη μου η εκπαίδευση του μεταφραστή πρέπει να είναι μια διαρκής διεύρυνση των οριζόντων του πάνω στο πεδίο της γλώσσας, μια διαρκής εμβάθυνση και εμπλουτισμός των γνώσεών του και του στοχασμού πάνω στη γλώσσα, δηλαδή μια συνεχής επίγνωση της ανεπάρκειάς του» (σελ. 148).

Η αυταπάτη

Ο τίτλος του τελευταίου δοκιμίου «Η ακατανίκητη αυταπάτη» παραπέμπει στον W. B. Yeats (1865-1939) για τον οποίο ο Φραγκόπουλος αναφέρει: «Μα όσο με απωθεί ο Γέητς όταν μιλάει για την ποίησή του τόσο με κυριεύει όταν μιλάει η ποίησή του» (σελ. 149). Μας παρουσιάζει έτσι μια άλλη λειτουργία της μετάφρασης και ίσως την απόλυτα πρωτογενή: μεταφράζει τους πρώτους στίχους του ποιήματος με τίτλο Ego Dominus Tuus, γιατί τα λόγια του ποιητή εκφράζουν αυτό που θέλει ο ίδιος να απευθύνει κλείνοντας στους αναγνώστες του. Αναλύει τις μεταφραστικές του επιλογές αλλά και τον τρόπο που εκείνος διαβάζει και ερμηνεύει αυτούς τους στίχους και μας αφιερώνει τις φράσεις «Κι ενώ η ακμή της ζωής σου έχει περάσει, πάντα σύρεις / Κυριευμένος απ' την ακατανίκητη αυταπάτη / Σημεία μαγικά.». Τα τελευταία σχόλια του Φραγκόπουλου αποτελούν την επιτομή του εξαιρετικού αυτού βιβλίου: «Δεν χρησιμοποιώ δικά μου λόγια γιατί εδώ αναγνωρίζω μια δύναμη ισχυρότερη, έναν Deus fortirior me, του οποίου γίνομαι το φερέφωνο, αφήνοντας να εννοηθεί πως εδώ μιλάω και για τη δουλειά του ταπεινού μεταφραστή» (σελ. 154).

7. Μετάφραση. Ένα Περιοδικό για τη μετάφραση. Έκδοση της αστικής μη-κερδοσκοπικής εταιρείας "Μετάφραση". Διευθύντρια: Οντέτ Βαρών-Βασάρ. http://www.metafrassi.gr

Ανθή Βηδενμάιερ

Πρόκειται για το μοναδικό περιοδικό στον ελληνικό χώρο που ασχολείται με ζητήματα λογοτεχνικής μετάφρασης και μεταφρασεολογίας. Δημοσιεύει μεταφράσεις τόσο πρωτοεμφανιζόμενων όσο και δόκιμων μεταφραστών και εστιάζει στην ίδια τη μεταφραστική πράξη με άρθρα μεταφραστών και μεταφρασεολόγων που αναδεικνύουν τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητές της. Ανάμεσά τους, σημαντικά θεωρητικά άρθρα της μεταφρασεολογίας που για πρώτη φορά μεταφράζονται στην ελληνική γλώσσα, αλλά και απόψεις Ελλήνων - συγγραφέων, μεταφραστών, μεταφρασεολόγων, λόγιων - γύρω από το θέμα μετάφραση. Στην ύλη του ανήκουν επίσης αφιερώματα σε ξένες λογοτεχνίες με μεταφράσεις αδημοσίευτων στην Ελλάδα πεζών και ποιημάτων, καθώς και παρουσιάσεις μεταφρασεολογικών ή λογοτεχνικών έργων που έχουν κυκλοφορήσει πρόσφατα στον ελληνικό χώρο. Αξιόλογη επίσης είναι η στήλη με τα πορτρέτα μεταφραστών, αλλά και οι συζητήσεις γύρω από τη μετάφραση θεάτρου, ανθρωπιστικών επιστημών, ψυχανάλυσης.

Η έκδοσή του ξεκίνησε το 1995 από μια ομάδα μεταφραστριών που είχαν σπουδάσει μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Την πρώτη συντακτική επιτροπή αποτελούσαν η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, η Άννα Κλαμπατσέα, η Κατερίνα Κολλέτ, η Νίκη Μολφέτα και η Ευγενία Τσελέντη και η έκδοση ήταν αυτόνομη. Καθώς όλες ήταν μεταφράστριες από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα, το περιοδικό ξεκίνησε με έντονο προσανατολισμό στη γαλλόφωνη λογοτεχνία. Καθόριζε, ωστόσο, ως στόχο, το άνοιγμα στη μετάφραση και από άλλες γλώσσες και λογοτεχνίες (πράγμα που έγινε από το δεύτερο τεύχος), όπως και τη δυνατότητα ανάδειξης νέων μεταφραστών. Παράλληλα, έθετε ως έναν από τους άξονες του περιοδικού τον προβληματισμό γύρω από τη μετάφραση, ο οποίος στην Ελλάδα του 1995 μόλις είχε αρχίσει να διατυπώνεται, ενώ στην Ευρώπη είχε ήδη ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Επίσης, όπως αναφερόταν στο εισαγωγικό σημείωμα της συντακτικής επιτροπής στο τεύχος του 1995, το περιοδικό ήθελε να αποτελέσει και έναν χώρο βιβλιοπαρουσιάσεων, οι οποίες θα ασχολούνταν και με την κριτική της μετάφρασης των αντίστοιχων έργων, η οποία τότε ακόμη απουσίαζε εντελώς από τις παρουσιάσεις των μεταφρασμένων βιβλίων. Τέλος, το περιοδικό φιλοδοξούσε να φιλοξενεί τα «παρακείμενα» μιας μετάφρασης, δηλαδή όλα όσα «μένουν στο φάκελο μιας μετάφρασης ή στην άκρη του μυαλού μας όταν αυτή τελειώσει, και που δεν έχουν βρει τη θέση τους ούτε στην εισαγωγή ούτε στις σημειώσεις» (Μετάφραση '95, σελ. 4).

Ακολουθώντας αυτούς τους στόχους το περιοδικό Μετάφραση βρήκε το στίγμα του ήδη από το τεύχος του 1997, και το διατηρεί έως και σήμερα που συμπλήρωσε πλέον δέκα χρόνια κυκλοφορίας. Η έκδοσή του είναι ετήσια, ωστόσο το τελευταίο τεύχος ήταν διπλό Μετάφραση '04-'05 και διπλό θα είναι και το επόμενο τεύχος Μετάφραση '06-'07 που αναμένεται να κυκλοφορήσει στα μέσα του 2007 με ένα αφιέρωμα σε νέους και άγνωστους στην Ελλάδα λογοτέχνες της Ιρλανδίας σε επιμέλεια David Connolly και Θεοδώρας Βαλκάνου.

Η αυτόνομη αυτή έκδοση ενισχύεται από χορηγίες. Το πρώτο μόνο τεύχος επιχορηγήθηκε από το Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Ήδη από το δεύτερο τεύχος του (Μετάφραση '96) το περιοδικό αποκτά πιστούς χορηγούς: το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Γαλλίας και το Ίδρυμα Ι.Φ.Κωστόπουλου, ενώ από το έκτο τεύχος (Μετάφραση '00), το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας. Παράλληλα, ανάλογα με τα αφιερώματα του κάθε τεύχους, υπάρχουν και άλλοι ευρωπαϊκοί φορείς που το στηρίζουν, αποδεικνύοντας την εκτίμησή τους στο έργο της Μετάφρασης, όπως το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών (Μετάφραση '97), το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλικής Κοινότητας του Βελγίου (Μετάφραση '98), το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας (Μετάφραση '00), το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας (Μετάφραση '01) καθώς και η Γαλλική Πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (Μετάφραση '04-'05).

Δείγμα αναγνώρισης του έργου του περιοδικού αποτελεί η τιμητική διάκριση που του απονεμήθηκε από την «Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας» για την προσφορά του στον χώρο που υπηρετεί (Αθήνα, Μάρτιος 2002) καθώς και η τιμητική διάκριση του «Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών», που απονεμήθηκε το 2006 στη διευθύντριά του από τον Υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας.

Οι σελίδες του αυξάνουν από τεύχος σε τεύχος, για να φτάσουν με το τελευταίο διπλό και επετειακό τεύχος, Μετάφραση '04-'05, τις τριακόσιες, τον διπλάσιο δηλαδή αριθμό του πρώτου τεύχους. Αυτό που διατηρήθηκε σε όλα τα τεύχη είναι η εξαιρετική τυπογραφική εμφάνιση του περιοδικού - προϊόν τεράστιου μόχθου και μιας υψηλής αισθητικής αντίληψης.

Τη συντακτική ομάδα, μετά το θάνατο της Κατερίνας Κολλέτ - μέλους της ιδρυτικής και συντακτικής ομάδας ως το θάνατό της το 2002 - και διαφόρους ανασχηματισμούς, αποτελούν πλέον η Γεωργία Ζακοπούλου, ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, η Έλενα Νούσια, η Μαρία Παπαδήμα, η Ευγενία Τσελέντη, ο Μίλτος Φραγκόπουλος και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, η οποία παραμένει και διευθύντρια του περιοδικού όλα τα χρόνια. Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και μεταφράστρια, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, και από το 2001 διδάσκει λογοτεχνική μετάφραση στο γαλλικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και ιστορία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Κυρίως στις δικές της ακούραστες προσπάθειες οφείλεται η συνέχιση αυτής της περιοδικής έκδοσης, και στο δικό της όραμα η διατήρηση της ταυτότητας του περιοδικού.

Η επιτυχία της Μετάφρασης οφείλεται, ωστόσο, εξίσου και στους ανθρώπους που πίστεψαν στη σημασία που έχει ένα τέτοιο περιοδικό για την Ελλάδα και το στήριξαν έμπρακτα προσφέροντας τις μεταφράσεις τους, τα ποιήματά τους, τα άρθρα τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά από δέκα χρόνια κυκλοφορίας οι συνεργάτες του περιοδικού αριθμούν πλέον περί τα διακόσια άτομα. Ανάμεσά τους οι Δ. Άναλις, Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Ν. Αγγελίδου, Γ. Βέλτσος, Α. Βλαβιανού, Jacques Bouchard (Καναδάς), Γ. Γιατρομανωλάκης, Ε. Χ. Γονατάς, D. Connolly, Σ. Διαμάντη, Ε. Κακναβάτος, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Jean-Yves Masson (Παρίσι), Λ. Μολφέση, Σ. Μοσκόβου, Σ. Μπενβενίστε, Τ. Νενοπούλου, Έλ. Νούσια, Μ. Ορφανίδου-Φρέρη, Μ. Παπαδήμα, Χ. Ράπτης, Α. Σιδέρη, E. Stead (Παρίσι), Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Μ. Φραγκόπουλος και πολλοί άλλοι. Στήριξη, τέλος, βρήκε το περιοδικό Μετάφραση και από ένα «μικρό αλλά φανατικό» κοινό, όπως αναφέρει η Ο. Βαρών-Βασάρ στο τελευταίο τεύχος, ευχόμενη το κοινό αυτό να διευρυνθεί, «ιδίως προς νεότερες γενιές» (Μετάφραση '04-'05, σελ. 4).

Η ύλη του περιοδικού

Από το 1995 έως το 2005 το περιοδικό διατήρησε μια σταθερή θεματολογία στην ύλη του με μόνιμες στήλες που τιτλοφορούνται «Λογοτεχνικά αφιερώματα», «Ποίηση», «Θεωρία της μετάφρασης» και «Περί μετάφρασης», «Πορτραίτα μεταφραστών», «Βιβλιοπαρουσιάσεις» και «Σχόλια».

Κάθε τεύχος του περιοδικού Μετάφραση ξεκινά με ένα αφιέρωμα στη λογοτεχνία κάποιας χώρας, δημοσιεύοντας λογοτεχνικά κείμενα που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, βιογραφικά των συγγραφέων ή και συνεντεύξεις με τους συγγραφείς τους, καθώς και ένα εισαγωγικό σημείωμα που παρουσιάζει τα κριτήρια επιλογής των κειμένων και εν συντομία στοιχεία για τη λογοτεχνία της εκάστοτε χώρας. Στόχος αυτών των αφιερωμάτων παραμένει η γνωριμία του ελληνικού κοινού με άγνωστους συγγραφείς, «δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία σε νέους μεταφραστές να δώσουν ένα δείγμα της δουλειάς τους» (Μετάφραση '98, σελ. 3). Απώτερος δε σκοπός των αφιερωμάτων είναι να ελκύσουν την προσοχή μεταφραστών, εκδοτών και αναγνωστών, ώστε να τύχουν ενδεχομένως μιας ολοκληρωμένης δημοσίευσής τους στον ελληνικό χώρο.

Στο τελευταίο τεύχος (Μετάφραση '04-'05) το αφιέρωμα αναφέρεται στη γαλλόφωνη λογοτεχνία της Αϊτής επ' ευκαιρία της διακοσιοστής επετείου της ανεξαρτησίας της, με σκοπό να γνωρίσει το ελληνικό κοινό αυτή τη χώρα, αναδεικνύοντας παράλληλα τόσο το ζήτημα της διγλωσσίας όσο και το βίωμα της γαλλοφωνίας, με αφορμή την ένταξη της Ελλάδας στον Διεθνή Οργανισμό Γαλλοφωνίας το 2004. Στο τεύχος του 2003 υπάρχει το αφιέρωμα στη λογοτεχνία της Αργεντινής: έξι διηγήματα που γράφτηκαν από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1990 από καταξιωμένους και βραβευμένους συγγραφείς άγνωστους στην Ελλάδα. Το 2003 το αφιέρωμα ανήκει στην πορτογαλική λογοτεχνία, η οποία ακόμη παραμένει σχετικά άγνωστη στην Ελλάδα. Το αφιέρωμα του τεύχους 2001 στη γερμανική πεζογραφία έχει ως κοινό χαρακτηριστικό των έξι συγγραφέων που παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα «ότι όλοι τους επιδίδονται σε τολμηρές ανακατασκευές του κόσμου» (Μετάφραση '01, σελ. 4). Η ισπανική πεζογραφία ήταν το θέμα της Μετάφρασης '00, καθώς παραμένει σχετικά άγνωστη στο ελληνικό κοινό, παρότι η ισπανόφωνη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής είναι γνωστή και αγαπητή στην Ελλάδα. Το αφιέρωμα στη γαλλόφωνη λογοτεχνία της Αλγερίας και του Μαρόκου στο τεύχος του 1999 μας γνωρίζει με διάφορες γενιές συγγραφέων των τελευταίων πενήντα χρόνων, στα οποία η λογοτεχνία αυτή γεννήθηκε και αναπτύχθηκε, καθώς και με την κοινωνία και την καθημερινότητα αυτών των άγνωστων στην Ελλάδα χωρών. Η βελγική γαλλόφωνη λογοτεχνία αποτελεί το αφιέρωμα της Μετάφρασης '98, μια λογοτεχνία «που βρίσκει σιγά-σιγά τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια μιαν αυτονομία, και οικοδομεί με εντεινόμενους ρυθμούς τη δική της ταυτότητα» (Μετάφραση '98, σελ. 5). Το τεύχος του 1997 είναι στην ουσία το πρώτο που εισάγει τα αφιερώματα αυτής της μορφής στην ξένη λογοτεχνία, ξεκινώντας με την ιταλική και ειδικότερα με γυναίκες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Στα δύο πρώτα τεύχη, του '95 και '96 τα αφιερώματα ήταν αντίστοιχα σε κείμενα σχετικά με το Παρίσι και στην αλληλογραφία ως κειμενικό είδος.

Η δεύτερη κατά σειρά μόνιμη στήλη του περιοδικού Μετάφραση είναι αφιερωμένη στην ποίηση. Φιλοξενεί πρώτες μεταφράσεις - ή και ήδη δημοσιευμένες ως ένα είδος μεταφραστικών παραλλαγών - ποιημάτων που μας έδωσαν «ιερά τέρατα» της λογοτεχνίας, όπως οι Charles Baudelaire, André Breton, Paul Celan, Günter Grass, James Joyce, John Keats, John Milton, Octavio Paz, Fernando Pessoa, και Paul Valéry. Παράλληλα, δημοσιεύει και μεταφράσεις ποιημάτων ελλήνων ποιητών σε άλλες γλώσσες, όπως του Νίκου Εγγονόπουλου και της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στην ισπανική, της Ανθής Μαρωνίτη στη γαλλική, του Μάρκου Μέσκου στην ιταλική.

Υπό τον τίτλο «Θεωρία μετάφρασης» παρουσιάζονται σε πέντε τεύχη του περιοδικού κείμενα με προβληματισμούς γύρω από τη μετάφραση και το έργο του μεταφραστή, κείμενα μεταφραστών, μεταφρασεολόγων, γλωσσολόγων, φιλοσόφων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η πρώτη εμφάνιση αυτής της στήλης στο τεύχος Μετάφραση '98 με κείμενα που σφράγισαν τον θεωρητικό προβληματισμό γύρω από τη μετάφραση: James Holmes (Θεωρία μετάφρασης… - μτφρ. Ευαγγελία Χαϊδεμένου), Primo Levi (Το εγχείρημα του μεταφράζειν και του μεταφράζεσθαι - μτφρ. Σάρα Μπενβενίστε), Jean René Ladmiral (Μεταφρασεολογικά - μτφρ. Κατερίνα Κολλέτ), Georges Mounin (Οι γλώσσες και οι νοοτροπίες - μτφρ. Ευγενία Τσελέντη) και Antoine Berman (Η αναμετάφραση ως χώρος της μετάφρασης - μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης). Σε επόμενα τεύχη ακολουθούν, επίσης για πρώτη φορά στα ελληνικά, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ του J.R.Ladmiral και του A.Berman με τίτλο «Οι πηγολάτρες και οι στοχολάτρες» σε μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη (Μετάφραση '99), το πολύ όμορφο κείμενο «Οι ζυγαριές του μεταφραστή» του Valery Larbaud σε μετάφραση της Οντέτ Βαρών-Βασάρ (Μετάφραση '02), το γνωστό δοκίμιο «Η αποστολή του μεταφραστή» του Walter Benjamin σε μετάφραση του Γιώργου Σαγκριώτη (Μετάφραση '03). Ας σημειωθεί ότι οι πρώτες μεταφράσεις έργων του Georges Mounin και του Antoine Berman δημοσιεύονται από τις ελληνικές εκδόσεις (εκδόσεις Μεταίχμιο) μόλις το 2002, ενώ όλα αυτά τα ονόματα είχαν καθιερωθεί - εν μέρει ήδη από τη δεκαετία του 1960 - στο διάλογο περί μετάφρασης στο εξωτερικό. Είναι επομένως προφανές ότι το περιοδικό Μετάφραση εισήγαγε στην ουσία τον διάλογο γύρω από τη μετάφραση στην Ελλάδα και αποτελεί ένα φόρουμ ανταλλαγής διαφορετικών απόψεων και γνωριμίας με νέες ή παλαιότερες - ωστόσο άγνωστες - προσεγγίσεις.

Παρόμοια θεματολογία έχει η στήλη με τίτλο «Περί μετάφρασης», στην οποία δημοσιεύονται προβληματισμοί λιγότερο ή περισσότερο γνωστών λόγιων με πλούσιο μεταφραστικό αλλά και θεωρητικό έργο, καθώς και συζητήσεις γύρω από τη μετάφραση.

Ενδεικτικά ας αναφέρουμε στο τεύχος Μετάφραση '97 τα άρθρα των J.R.Ladmiral Πηγολάτρες ή στοχολάτρες (μτφρ. Κ. Κολλέτ - Β. Ιβάνοβιτς, όπου προτείνεται ο νεολογισμός για τη μετάφραση των όρων sourciers- ciblistes), Jean-Yves Masson Η ενδιάμεση γλώσσα (μτφρ. Σαπφώ Διαμάντη) και David Connolly Η μοίρα της ελληνικής λογοτεχνίας στην αγγλική της μετάφραση. Στο τεύχος Μετάφραση '99 το άρθρο του Μίλτου Φραγκόπουλου Η υποτιμημένη τέχνη του μεταφραστή, στο τεύχος Μετάφραση '00 μια συζήτηση με θέμα Μεταφράζοντας το ύφος της εποχής, στην οποία συμμετέχουν οι Ε. Καλλιφατίδη, Α. Μαραγκόπουλος, Α. Μπερλής και Χ. Προκοπάκη. Στο τεύχος Μετάφραση '01 το περίφημο άρθρο του José Ortega y Gasset Μιζέρια και μεγαλείο της μετάφρασης (μτφρ. Κυριάκος Φιλιππίδης), στο τεύχος Μετάφραση '02 οι Σημειώσεις για τη λογοτεχνική μετάφραση της γνωστής μεταφράστριας Νίνας Αγγελίδου. Στο τελευταίο μάλιστα τεύχος Μετάφραση '04-'05 η στήλη αυτή καταλαμβάνει σχεδόν τις μισές σελίδες του περιοδικού και φιλοξενεί μεταξύ άλλων το άρθρο του Δ. Ν. Μαρωνίτη Να μείνει σχετικά με τη μετάφρασή του της ομηρικής Οδύσσειας, του Jacques Derrida Des tours de Babel (μτφρ. Χάρης Ράπτης), του Edmund Keely Συνεργασία, αναθεώρηση και άλλα λιγότερο συγχωρητέα αμαρτήματα (μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου), του David Connolly Γλωσσικές ποικιλίες και ποικίλες μεταφραστικές στρατηγικές, του Μίλτου Φραγκόπουλου After Babel: Σκέψεις για το έργο του G. Steiner, καθώς και το άρθρο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη Αλόη Σιδέρη: Η μεταφραστική ηθική, που παρουσιάζει το πλούσιο έργο της μεταφράστριας που έφυγε το 2004.

Πέρα από τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων, το περιοδικό αποτελεί και ένα φόρουμ για προβληματισμούς γύρω από τη μετάφραση θεατρικών έργων ή και κειμένων που εντάσσονται στις ανθρωπιστικές επιστήμες, στην πολιτική φιλοσοφία και στην ψυχανάλυση. Ενδεικτική η δημοσίευση της συζήτησης μεταξύ των Τζ. Μαστοράκη, Χρ. Μπάμπου-Παγκουρέλη, Στρ. Πασχάλη και Α. Στάικου για τη μετάφραση θεάτρου (Μετάφραση '96) όπως και μεταξύ των Θ. Αλεξανδρίδη, Λ. Αναγνώστου, A. Aσέρ, Κ. Μπαζαρίδη, Ε. Τζαβάρα, Θ. Τζαβάρα και Ν. Τζαβάρα με θέμα τη μετάφραση ψυχαναλυτικών κειμένων (Μετάφραση '01), αλλά και αντίστοιχα με θέμα τη μετάφραση κειμένων πολιτικής φιλοσοφίας μεταξύ των Φ. Παιονίδη, Κ. Παπαγεωργίου, Τ. Πούλου, Α. Στυλιανού, Α. Τάκη και Κ. Ψυχοπαίδη (Μετάφραση '02). Στο ένατο τεύχος (Μετάφραση '03) η συζήτηση, που - δυστυχώς για τους μη γνωρίζοντες γαλλικά - δημοσιεύεται στη γαλλική γλώσσα, έγινε στο Παρίσι, ειδικά για να δημοσιευτεί στο περιοδικό Μετάφραση, σε συνεργασία με το Atelier Européen de Traduction και είχε ως θέμα «Η Μετάφραση και οι διεθνείς λογοτεχνικές ανταλλαγές» (επιμ. Κωνσταντίνος Μπόμπας).

Την ύλη του περιοδικού συμπληρώνουν βιβλιοπαρουσιάσεις, κριτικές μεταφράσεων, σχόλια και σκέψεις σε σχέση με τα δρώμενα στον χώρο της μετάφρασης στην Ελλάδα και το εξωτερικό (χρονικά συνεδρίων, ημερίδων κλπ.) .

Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η στήλη «Πορτραίτα μεταφραστών» με ένα εκτενές αφιέρωμα στον μεταφραστή του Ντοστογιέφσκι Άρη Αλεξάνδρου στο τεύχος Μετάφραση '96, στον μεταφραστή του Προυστ Παύλο Ζάννα στη Μετάφραση '97, στον μεταφραστή της ομηρικής Οδύσσειας Δ.Ν. Μαρωνίτη στη Μετάφραση '98 και στον μεταφραστή του Μπέκετ Νάσο Δετζώρτζη στη Μετάφραση '03. Το γεγονός ότι η στήλη αυτή δεν ανήκει στις μόνιμες στήλες του περιοδικού δείχνει ενδεχομένως ότι η ενασχόληση με τον ίδιο τον μεταφραστή δεν έχει πραγματικά καθιερωθεί - τουλάχιστον όχι ακόμη - καθώς και ότι οι ίδιοι οι μεταφραστές σπανίως δημοσιοποιούν εργοβιογραφικά τους στοιχεία, μαθημένοι στην αφάνεια του επαγγέλματός τους.

Αυτό εξάλλου αποτέλεσε και ένα αίτημα προς το περιοδικό, ανάμεσα σε άλλα αιτήματα που διατυπώθηκαν στις εκδηλώσεις, οι οποίες διοργανώθηκαν με αφορμή την επέτειο των δέκα χρόνων κυκλοφορίας του περιοδικού Μετάφραση τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη (σε συνεργασία με το Α.Π.Θ.). Σε αυτές τις εκδηλώσεις, μέσα σε ένα πλαίσιο απόλυτης εκτίμησης για το έργο και την προσφορά του περιοδικού, φάνηκε καθαρά ότι το περιοδικό έχει πλέον καθιερωθεί σε βαθμό που το κοινό του αφενός αναμένει κάθε έκδοσή του με προσδοκίες και αφετέρου διατυπώνει πλέον επιθυμίες και αιτήματα. Εύλογο, καθώς το περιοδικό Μετάφραση αποτελεί το μόνο βήμα για τις φωνές όλων αυτών που - ο καθένας από ένα διαφορετικό πόστο - ασχολούνται με τη μετάφραση στην Ελλάδα.

Τελευταία Ενημέρωση: 20 Φεβ 2009, 10:55