ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ράμφος Κωνσταντίνος

Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή Πασά (απόσπασμα)

ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗ-ΠΑΣΑ

 

[ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄ [=ΙΒ΄].

 

Η ΚΟΥΦΟΝΟΙΑ.

Τὴν ἐπιοῦσαν, λίαν πρωῒ προσῆλθον ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Σερασκέρη ὅλοι οἱ Πασάδες κατὰ πρόσκλησίν του.

- Χθὲς, εἶπεν εἰς αὐτοὺς, ἀπέστειλα τὸν Χασάν-Πασᾶ εἰς τὸ φρούριον καὶ συνδιελέχθη μετὰ τοῦ Ἀλῆ-Πασᾶ, ὅστις ἐφάνη πρόθυμος νὰ ὑποβάλῃ τὴν ὑποταγήν του εἰς τὸν Σουλτάνον, τὸν πολυχρονημένον Ἐφέντην μας, νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριον καὶ ν' ἀποχωρήσῃ εἰς τὸ Νησὶ, μ' ὅλην του τὴν περιουσίαν.

- Γενικὴ ἐπιδοκιμασία ὅλων τῶν Πασάδων διεδέχθη τὴν ὁμιλίαν τοῦ Σερασκέρη· μόνοι δὲ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ἀλβανῶν ἐσκυθρώπασαν, διότι διὰ τοῦ μέτρου τούτου ἀπετύγχανον τὴν ἐπιθυμητὴν αὐτῶν εὐκαιρίαν τοῦ νὰ λαφυραγωγήσωσι τὸν πρώην αὐτῶν Κύριον, ὃν ἄλλοτε καὶ ἐφοβοῦντο καὶ ἐλάτρευον.

- Ἓν πρᾶγμα ὅμως ἐπιθυμεῖ, προσέθεσεν ὁ Σερασκέρης, καὶ ἔχει δίκαιον νὰ τὸ θέλῃ καὶ νὰ τὸ ζητῇ.

- Τί πρᾶγμα, τί; ἠρώτησαν συγχρόνως πολλοί.

- Ζητεῖ νὰ τῷ δώκω ἐγγράφως ὅτι ἐντὸς ὀλίγου θέλει λάβει τὴν ἀμνηστίαν, νὰ πάρῃ μεθ' ἑαυτοῦ ὅ,τι θέλει ἐκ τῶν πραγμάτων του, καὶ ὅσην φρουρὰν θέλει· τί λέγετε;

- Ἡ Ὑψηλότης σας γνωρίζετε, ἀπεκρίθησαν.

- Ἐγὼ νομίζω ὅτι ζητεῖ δίκαια πράγματα, εἶπεν ὁ Σερασκέρης.

- Ναὶ, ναὶ, δίκαια, καὶ πρέπει νὰ τῷ τὰ παραχωρήσητε, ἀπεκρίθη ὁ Λομποὺτ-Πασᾶς.

- Τί λέγετε ὑμεῖς ὅλοι; εἶπεν ὁ Σερασκέρης ἀποταθεὶς πρὸς ἅπαντας.

- Ναὶ, ναὶ, ναὶ, ἐκραύγασαν ἅπαντες, σιγώντων τῶν Ἀλβανῶν.

- Ἀλλὰ ζητεῖ τὸ ἔγγραφον, τὸ ὁποῖον θὰ τῷ δώκω, νὰ ἦναι ὑπογεγραμμένον καὶ ἀπὸ ὅλους ὑμᾶς.

- Μάλιστα, μάλιστα, τὸ ὑπογράφομεν· ἀφοῦ ἡ Ὑψηλότης σας τὸ ὑπογράφει, καὶ ἡμεῖς τὸ ὑπογράφομεν μὲ τὰς δύο μας χεῖρας, ἀπεκρίθη ὁ Δράμαλης.

…………………………………………………………………………………………………

…………………………………………………………………………………………………

…………………………………………………………………………………………………

Μίαν ὥραν μετὰ μεσημβρίαν εἰσελθὼν ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς ἐν τῷ φρουρίῳ, ἔφερε τὸ ἔγγραφον τῆς συνθήκης τῷ Ἀλῇ-Πασᾶ, οὗτινος ἡ χαρὰ ὑπῆρξεν ἀνεκλάλητος, ἰδόντος τὸν παλαιὸν φίλον του.

- Ἐλθὲ, φίλε μου, νὰ σὲ ἀσπασθῶ, τῷ εἶπεν ἐν παραφόρῳ χαρᾷ, ἐλθέ· καὶ τὸν περιέβαλεν εἰς τὰς ἀγκάλας του. Πόσους χρόνους ἔχω νὰ σὲ ἰδῶ! ἐλευκάνθησαν αἱ τρίχες σου, ἐν ᾧ εἶσαι νεώτερός μου κατὰ εἴκοσι ἔτη. Εἶναι σωστὰ δώδεκα ἔτη, ἀφ' ὅτου ἀπεχωρίσθημεν ἀπὸ τ' Ἀργυρόκαστρον· ἐν τούτοις εἶσαι ἀρκετὰ σφριγῶν ἀκόμη. Ἀνατολίτικον κόκκαλον, ἐπρόσθεσε λέγων, γερὸν κτίριον.

- Δοξασμένος ὁ Θεός! ἀπεκρίθη ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς, βαστῶ καλά.

- Δὲν μὲ λέγεις πῶς αὐτὸ τὸ καλόν; πῶς ἦλθες ἐδῶ μέσα;

- Σοῦ ἔφερα τὸ χαρτὶ, ὁποῦ ἐζήτησες ἀπὸ ἡμᾶς ὅλους. Ἰδού. - Καὶ ἐξαγαγὼν ἐκ τοῦ κόλπου του τὸ ἔγγραφον τῷ ἐνεχείρισεν. - Εἶναι γραμμένον ὅπως τὸ ἤθελες, καὶ ὑπογεγραμμένον ἀπὸ ὅλους.

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς λαβὼν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖράς του τὸ ἐπεθεώρησεν, ἀλλ' ἠναγκάσθη νὰ προσφύγῃ αὖθις εἰς τὸν Κιατίπην του, ὅστις ἀναγνώσας αὐτὸ ἐγνωμοδότησε συγχρόνως, ὅτι εἶναι ἄριστα γεγραμμένον καὶ προσηκόντως ὑπογεγραμμένον.

- Τί λέγεις, φίλε μου; εἶπεν εἰς τὸν Τσαρκατσῆ-Πασᾶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν, τί λέγεις; εἶναι καλόν;

- Ἀξιόλογον, ἀπεκρίθη ὁ Τσαρκατσῆς.

- Λοιπὸν ν' ἀποσυρθῶ εἰς τὸ Νησί;

- Χωρὶς ν' ἀργοπορῇς. Ἐλπίζω νὰ ὑπάγουν ὅλα καλά· ὅταν ὁ Θεὸς θέλῃ νὰ βοηθήσῃ τινα, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν βλάψουν. Μίαν φορὰν ὁ Προφήτης ἱστάμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρετήρησεν ὅτι ἐγέλα. - Τί γελᾷς; τὸν ἠρώτησε. - Γελῶ, τῷ ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς, διότι ἀφοῦ ἐγὼ ἐπροόρισα νὰ ζήσῃ ἐπὶ τῆς γῆς δυστυχὴς εἷς τῶν θνητῶν, οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς ἐπὶ ματαίῳ προσπαθοῦν νὰ τὸν καταστήσωσιν εὐτυχῆ. Ἄλλοτε πάλιν τὸν εἶδε γελῶντα καὶ τὸν ἠρώτησε διατί γελᾷ. - Γελῶ, τῷ ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς, διότι ἀφοῦ ἐγὼ ἔγραψα εὐτυχῆ εἰς τὸν κόσμον ἕνα θνητὸν, οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς προσπαθοῦν ἐπὶ ματαίῳ νὰ τὸν καταστήσωσι δυστυχῆ. Ἀλλὰχ κερίμδιρ (ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαγχνος).

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἐμειδίασε τὸ σύνηθες αὐτῷ ἀμφίβολον μειδίαμα ὁσάκις τῷ ἐδιηγεῖτο τις ὅ,τι αὐτὸς δὲν ἐπίστευεν, ἀλλ' ἤθελε νὰ κρύψῃ τὴν κρίσιν του.

- Νὰ σταθῇς νὰ δειπνήσωμεν μαζῆ καὶ ἔπειτ' ἀναχωρεῖς, εἶπεν εἰς τὸν Τσαρκατσῆ-Πασᾶ.

- Δὲν ἠμπορῶ, διότι μὲ περιμένει ὁ Σερασκέρης.

- Δὲν μὲ εἶπες τίποτε περὶ τοῦ ἀχρείου Ἰσμαήλ· εἰπέ με, τί ἔγεινε;

-Ὑπάγει 'ς τὴν κατάρα σου· ἐλπίζω νὰ φάγῃ τὸ κεφάλι του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐτιμώρησεν ὅ,τι σοῦ ἔκαμε.

- Ἄχ τὸν σκύλον! ἀπεκρίθη ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἐφαιδρύνθησαν ὑπὸ χαρᾶς.

- Εἶπὲ λοιπὸν, σὲ παρακαλῶ, εἰς τὸν Σερασκέρην, ὅτι τὸν εὐχαριστῶ μεγάλως, καὶ ὁ Προφήτης νὰ τῷ ἀποδώσῃ ὅ,τι καλὸν μ' ἔκαμε. Αὔριον τὸ φρούριον εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν του, καὶ ἂς ἀποστείλῃ ἓν ἀπόσπασμα νὰ τὸ παραλάβῃ· εἰπέ τον ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ στείλῃ ἐσέ.

- Τοῦτο ἴσια ἴσια δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω, διότι θὰ τὸν κάμω νὰ μὲ ὑποπτευθῇ.

- Φοβοῦμαι, φίλε μου, μὴ μοῦ παίξῃ κᾀνένα παιγνίδι.

- Τί παιγνίδι;

- Νὰ στείλῃ φρουρὰν δυνατὴν νὰ μ' αἰχμαλωτίσῃ.

- Πῶς ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τοιοῦτον πρᾶγμα, ἐνῶ ὅλοι οἱ Πασάδες εἴμεθα ὑπογεγραμμένοι εἰς τὸ ἔγγραφον ὁποῦ σ' ἔδωκα.

- Πρὶν ἀπεράσω εἰς τὸ Νησὶ, τὸν παρακαλῶ νὰ μὴ στείλῃ φρουράν.

- Καὶ ἂν ἡ φρουρὰ, μετὰ τὴν ἀναχώρησίν σου, ἐναντιωθῇ νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριον;

- Πῶς γίνεται; φρούραρχος εἶναι ὁ γαμβρός μου ὁ Πασόμπεης, τὸν ὁποῖον θὰ διατάξω ἅμα ῥίψω τρεῖς τουφεκιὲς ἀπὸ τὸ Νησὶ, ν' ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ νὰ σᾶς τὸ παραδώκῃ.

- Ἐλησμόνησα. Ὁ Σερασκέρης μὲ εὶπε νὰ σὲ εἰπῶ προσέτι, ὅτι εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου νὰ πάρῃς ὅ,τι θέλεις μαζῆ σου ἐκτὸς τῶν ὁμήρων τῶν Σουλιωτῶν.

- Πῶς γίνεται! εἶπεν ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ταραχθεὶς, αὐτοὶ ἐδόθησαν εἰς ἐμέ.

- Συλλογίσου ὅτι ἡ ἄρνησίς σου δύναται νὰ καταστρέψῃ ὅλας τὰς συμφωνίας. Τί τοὺς θέλεις; αὐτοὶ εἰς σὲ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς ἄχρηστοι. Ὁ Σερασκέρης μάλιστα πιστεύει ὅτι ὁ Σουλτάνος θὰ σὲ διατάξῃ νὰ ἐκστρατεύσῃς κατὰ τῶν ἀποστατῶν Γκιαούριδων.

Οἱ τελευταῖοι οὗτοι λόγοι τοῦ ἁπλοϊκοῦ Ἀσιανοῦ Τσαρκατσῆ-Πασᾶ ἠλέκτρισαν τὸν ἄστατον τοῦτον τύραννον καὶ τὸν ἐνεψύχωσαν τὰ μέγιστα.

- Βέβαια, βέβαια, εἶπε πλήρης χαρᾶς, οἱ δὲ ῥώθωνές του ἔπαιζον, ὡς τοῦ αἱμοβόρου θηρίου, ὅταν ἑτοιμάζεται νὰ ῥιφθῇ ἐπὶ τοῦ θύματός του· ἐγὼ μόνος, ἐγὼ δύναμαι νὰ τοὺς καταβάλω εἰς διάστημα ὀλίγων ἡμερῶν.

Ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς λαβὼν τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ φίλου του Ἀλῆ, ὅτι θέλει πράξει κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ Σερασκέρη, περιπτυξάμενος αὐτὸν ἀνεχώρησε.

Μείνας μόνος ἐν τῷ δωματίῳ ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, περιεπάτει σκυθρωπὸς βραδεῖ βήματι καὶ ἀτάκτως περιήρχετο ἐν αὐτῷ, ἔχων προσηλωμένους τοὺς ὀφθαλμούς του ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὡς ὁ ζητῶν νὰ ἐπανεύρῃ τὸ διακοπὲν νῆμα συλλογισμοῦ τινος. Κρότος βημάτων τὸν ἔκαμε ν' ἀνανήψῃ, καὶ στρέψας τὸ βλέμμα του πρὸς τὴν θύραν, εἶδε τὸν ἀγαπητόν του Δερβίσην Γιακοὺπ, διασκελίζοντα τὸν οὐδὸν καὶ προχωρήσαντα πρὸς αὐτὸν ἐν ἀσυνήθει σοβαρότητι.

Ὁ Δερβίσης εἶχε μακρὸν τὸ γένειον, σφηνοειδὲς καὶ κατάλευκον, καταβαῖνον μέχρι τοῦ στήθους του· ἦν ὑψηλὸς τὸ ἀνάστημα κάτισχνος, ἔχων ὄψιν ὠχρὰν καὶ κυανοὺς μεγάλους καὶ ἐξέχοντας ὀφθαλμοὺς, ἀλλ' ἀμαυροὺς καὶ ἀκινήτους, ὥστε τὸ βλέμμα του καθίστα φρικῶδες τὸ πρόσωπόν του· ἐγκεκαλυμμένος μὲ πράσινον ποδῆρες ἱμάτιον μὲ πλατυτάτας χειρίδας, φέρων κίδαριν ἐκ πίλου ὡς ἀνεστραμμένον ὄλμον εἰς τὴν κεφαλὴν, καὶ περὶ τὸν τράχηλόν του κρεμαμένην ὀρειχαλκίνην ἅλυσον, εἰς ἧς τὸ μέχρι τῆς ζώνης του κατερχόμενον ἄκρον ὑπῆρχε προσηρτημένη πλὰξ ἐκ μαρμάρου λευκοῦ, ἀπεικόνιζε τῆς ὑποκρισίας τὸν τύπον· οἱ ἐξ ἀμφοτέρων δὲ τῶν κροτάφων του κρεμάμενοι βόστρυχοι, καὶ μέχρι τῆς σιαγόνος του κατερχόμενοι ὡς πόκος προβάτου, παρίστανον τῆς ἀσιατικῆς ἀβελτηρίας τὴν εἰκόνα.

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς τὸν ἐθεώρει ἱκανὰς στιγμὰς κατὰ πρόσωπον, περιμένων νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν τῆς ἐμφανίσεώς του· ἀλλ' ὁ Δερβίσης ῥίψας ἐπ' αὐτοῦ βλοσυρῶς τὸ ἀμαυρὸν βλέμμα του ἐσίγα.

- Τί καλὰς εἰδήσεις μοῦ φέρεις Δερβὶς - μπαμπά; τῷ εἶπε τέλος πάντων ὁ Ἀλῆς.

Ὁ Δερβίσης ἀντὶ ἀπαντήσεως, εἰσήγαγε τὴν χεῖρά του ἐν τῷ εὐρυχώρῳ αὑτοῦ κόλπῳ καὶ ἐξήγαγεν ὄφιν τρομερὸν, κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τὸν λαιμόν. Ὁ ὄφις ἐκτυλιχθεὶς ἐξηπλώθη σείων τὴν οὐράν του, εἶτα περιστραφεὶς περιέζωσε τὴν χεῖρά του. Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ὠπισθοπόρησεν ἔντρομος εἰς μίαν γωνίαν τοῦ δωματίου.

- Φοβεῖσαι τοὺς ὄφεις, βλέπω, τῷ εἶπεν ὁ Δερβίσης, μειδιάσας μειδίαμα οἴκτου.

- Ναὶ, περισσότερον ὅλων τῶν θηρίων, ἀπεκρίθη ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, φρίττω ὅταν τοὺς βλέπω, μὲ προξενοῦν ἀνεξήγητον ἀποστροφήν· ἰδὲ πῶς ἀνωρθώθησαν αἱ τρίχες μου!

- Μὴ φοβῆσαι, ἰδοὺ, ὑπέλαβεν ὁ Δερβίσης, θέσας τὸν δάκτυλόν του ἐν τῷ στόματι τοῦ ὄφεως, τὸν ὁποῖον ἐῤῥόφησε μέχρι τῆς παλάμης, καὶ διὰ τρομεροῦ κυματισμοῦ ἐκτυλιχθεὶς, ἐκρέματο ἐπ' αὐτοῦ.

- Δὲν φοβεῖσαι τὸ δηλητήριόν του; τῷ εἶπεν ὁ Πασᾶς ἔντρομος· αὐτὸς εἶναι ἀστρίτης, τὸ ἐπιβλαβέστερον ὅλων τῶν ἑρπετῶν.

Ὁ Δερβίσης ἐγέλασεν.

- Αὐτὸς εἶναι ἀβλαβὴς, ἀπεκρίθη.

- Πῶς ἀβλαβὴς, ὑπέλαβεν ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, ἐνῷ ἐγὼ ἠξεύρω, ὅτι ὅσοι ἐδαγκάθησαν ὑπὸ ἀστριτῶν ἀπέθανον.

- Ναὶ ἀληθῶς, ἀλλ' αὐτὸς, σοὶ λέγω, εἶναι ἀβλαβής· δὲν ἔχει ὀδόντας. Ἰδοὺ, καὶ ἐπροχώρησεν ὀλίγον ἵνα τῷ δείξῃ τὸ χαῖνον στόμα τοῦ ὄφεως.

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἐξέβαλε φωνὴν φρικώδη, ἡ αὐλαία τῆς θύρας ἀνεπετάσθη, καὶ πέντε τῶν σωματοφυλάκων του ἐῤῥίφθησαν δρομαῖοι ἐν τῷ δωματίῳ, περιμένοντες τὰς διαταγάς του. Ὁ Δερβίσης τὸν ἐθεώρησε μὲ ὄμμα οἴκτου κινήσας τὴν κεφαλήν.

- Πρόσταξε, εἶπεν εἰς αὐτὸν, νὰ ἐξέλθωσιν οἱ σωματοφύλακές σου. Ἔρχομαι νὰ σοῦ εἰπῶ κᾄτι τι πρὸς ὄφελός σου. Ἰδοὺ, δειλέ, καὶ περιτυλίξας τὸν ὄφιν τὸν ἐσυσπείρωσε καὶ τὸν ἔθεσεν ἐν τῷ κόλπῳ του. Ὁ ὄφις δάκνει, προσέθεσε, διὰ τῶν ὀδόντων, ἐγὼ τοὺς ἐξέβαλον ὅλους.

- Τί λογῆς;

- Ἐπῆρα τεμάχιον ῥούχου, τὸ ἐβούτησα εἰς τὸ γάλα, τὸ ἀγαπητὸν αὐτοῦ ποτὸν, καὶ τὸ ἐπλησίασα εἰς τὸ στόμα του· ὁ ὄφις τὸ ἥρπασε μὲ ἀπληστίαν καὶ τὸ ἐμάσσησε διὰ νὰ ῥοφήσῃ τὸ ὑγρόν του, τότε λαβὼν ῥάβδον ἤγγισα τὸ ἄκρον της ἐπὶ τοῦ τεμαχίου τοῦ ῥούχου, οὗτος δὲ φοβούμεος μὴ τῷ τὸ ἀφαιρέσω, ἐξηγριώθη καὶ τὸ ἔσφιγξε τοσοῦτον δυνατὰ μὲ τοὺς ὀδόντας τους, ὥστε ἐπήγησαν ἐντὸς αὐτοῦ· ἐπειδὴ δὲ οἱ ὀδόντες τῶν ὄφεων εἶναι ἀγκιστρωτοὶ καὶ ἀραιοί, καὶ ὅταν εἰσέλθωσιν ἐντὸς τοῦ ῥούχου, δυσκόλως ἐξέρχονται, σ' ἔπιασα, διάβολε, εἶπον, καὶ δραμὼν ἔσυρα τὸ ῥοῦχον μὲ τοσαύτην βίαν, ὥστε τοῦ ἀπέσπασε τοὺς ὀδόντας.

- Καὶ πῶς τὸ ἐκατάλαβες;

- Τοὺς εἶδον προσκολλημένους εἰς τὸ ῥοῦχον.

- Ἀμμὴ τὸ δηλητήριον; εἶπεν ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς.

- Τὸ δηλητήριον ἐξέρχεται μὲ τοὺς ὀδόντας.

- Καὶ δὲν γίνεται πλέον;

- Ὄχι.

- Διατί;

- Διότι τὸ δηλητήριον εὑρίσκεται ἐντὸς μικρῶν κύστεων εἰς τῶν ὀδόντων τὰς ῥίζας· αὐταὶ θλιβεῖσαι ὑπὸ τοῦ ῥούχου, διεῤῥάγησαν καὶ ἐξῆλθε τὸ δηλητήριον· ἀδύνατον δὲ ν' ἀναφυῶσι πάλιν αἱ κύστεις, διότι μὴ ἔχοντος τοῦ ὄφεως ὀδόντας, τὰ οὖλα συνθλιβόμενα δὲν ἀφίνουσι ν' ἀναφυῶσι πλέον.

- Μᾶς ἀπατῶσι λοιπὸν οἱ λέγοντες, ὅτι ἔπιον φάρμακόν τι, ὀφιόχορτον λεγόμενον, καὶ διά τοῦτο ὑπάρχουσιν ἄτρωτοι;

- Βεβαιότατα. Ὅταν ὁ ὄφις δάκνῃ διὰ τῶν ὀδόντων του ἀνοίγῃ τὴν πληγὴν, αἱ δὲ κύστεις θλιβόμεναι συγχρόνως διαῤῥήγνυνται καὶ τὸ δηλητήριον εἰσέρχεται εἰς τὴν πληγήν. Μὴ ὑπαρχόντων ὀδόντων καὶ κατὰ συνέπειαν κύστεων, τὸ ζῶον καθίσταται ἀβλαβές.

- Μ' ἔδωκες, Δερβὶς-μπαμπᾶ, ἓν μάθημα, εἶπεν ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, ἀφοῦ μὲ κατετρόμαξες.

- Θὰ σοῦ δώσω ἓν ἄλλο καλῄτερον, ὑπέλαβεν ὁ Δερβίσης, πλησιάσας μηχανικῶς τὴν χεῖρά του εἰς τὸν κόλπον του.

- Ὤ! πάλιν τὸν κατηραμένον ὄφιν θὰ ἐβγάλῃς; εἶπεν ὁ Ἀλῆς, ὀπισθοπορήσας αὖθις· τὸν εἶδον ἅπαξ, εἰπέ με ὅ,τι θὰ μ' εἰπῇς, δὲν εἶναι πλέον ἀνάγκη νὰ μοὶ τὸν δείξῃς.

- Δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ σοὶ τὸν δείξω πλέον, τὸν εἶδες. Εἶδες αὐτὸ τὸ τρομερὸν καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀποτρόπαιον ἑρπετόν! Καὶ ποῖος δὲν τὸ φοβεῖται; Τίς δὲν παγώνει ὅταν τὸ θεωρῇ ἕρπον ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ὅμως ἤδη τὸ ἔχω εἰς τοὺς κόλπους μου, τὸ ἔχω ὑποχείριον· ὅταν θέλω τὸ λαμβάνω ἀπὸ τὴν οὐρὰν, τὸ στρεφογυρίζω καὶ συντρίβω τὴν κεφαλήν του εἰς τὸν τοῖχον, ἢ εἰς τὸ ἔδαφος.

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἐθεώρει μὲ ἀπορίαν τὸν Δερβίσην, μὴ ἐννοῶν πρὸς τί τοῦ ὄφεως ἡ ἐπίδειξις.

- Βεζύρη, ὑπέλαβεν οὗτος, ὑπῆρχες ὁ ἰσχυρότερος τῶν Σατραπῶν· ἡ Κυβέρνησις τοῦ Σουλτάνου σ' ἐφοβεῖτο καὶ ὅλοι οἱ γείτονές σου Πασάδες σ' ἔτρεμον, ὡς ἔτρεμες σὺ πρὸ μικροῦ ἐνώπιον τοῦ ὄφεως· σοὶ ἔδειξαν τὸ γάλα τῆς ἀμνηστίας, ἀλλ' εἰσέτι δὲν ἐπλησίασεν εἰς τὰ χείλη σου τὸ ἐμβεβαμμένον εἰς αὐτὸ ῥοῦχον νὰ τὸ μασσήσῃς, διὰ ν' ἀποσπάσωσι τοὺς ὀδόντας σου καὶ νὰ σὲ πνίξωσιν εἰς τὸν κόλπον των, ὡς ἔπνιξα ἐγὼ τὸν ὄφιν τοῦτον. Καὶ ἐξαγαγὼν μὲ ἄκραν ταχύτητα τὸν ὄφιν ἐκ τοῦ κόλπου του, τὸν ἔῤῥιψε νεκρὸν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους.

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἴστατο θεωρῶν ἄλαλος, ὁτὲ μὲν τὸν νεκρὸν καὶ ἀκίνητον ὄφιν, ὁτὲ δὲ τὸν Δερβίσην λαλοῦντα μετὰ φωνῆς βροντώδους καὶ χρησμοδοτικῆς. - Τὸ φρούριον εἶναι οἱ ὀδόντες σου, ὑπέλαβεν ὁ Δερβίσης, ἂν τ' ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν σου τὸ Δοβλέτι, θὰ σὲ πνίξῃ εἰς τοὺς κόλπους του, ὡς ἔπνιξα ἐγὼ πρὸ μικροῦ τὸν ὄφιν! Καὶ κύψας καὶ λαβὼν ἐκ τῆς οὐρᾶς τὸ νεκρὸν ἑρπετὸν, ἤγειρε τὴν αὐλαίαν τῆς θύρας καὶ ἐξελθὼν ἐγένετο ἄφαντος.

Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἵστατο ὡς ἐμβρόντητος ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δωματίου, στρέφων πανταχόθεν τὰ βλέμματά του, ὡς νὰ ἐζήτει νὰ πληροφορηθῇ, ἐὰν ὁ Δερβίσης ἐπῆρε τὸν ὄφιν ἀναχωρῶν, ἢ τὸν ἄφησεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ ἐτρύπωσεν εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ δωματίου. Στιγμαὶ πολλαὶ παρῆλθον καὶ ὁ ἄθλιος οὗτος Σατράπης ἔμενεν ἀκίνητος, πλήρης φόβου καὶ ἀπογνώσεως. Ἡ εἰκὼν τοῦ ὄφεως καὶ οἱ λόγοι τοῦ φίλου του Δερβίση, τὸν ὁποῖον ἐθεώρει ὡς ἄλλην Πυθίαν, κατεσκότισαν τὸ λογικόν του. Εἰς δεινοτέραν θέσιν, ἔλεγεν ἐν ἑαυτῷ, δὲν εὑρέθη ποτὲ ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς· οἱ λόγοι τοῦ Γιακοὺπ καὶ ἡ παράστασις τοῦ ὄφεως εἰσὶ πλήρεις ἀληθείας, καὶ ὅμως ἡ θέσις μου δὲν μοὶ συγχωρεῖ νὰ ὠφεληθῶ πλέον ἀπ' αὐτὸ τὸ μάθημα, ἔδωκα τὸν λόγον τῆς ὑποταγῆς μου· τὰ τέσσαρα πέμπτα τῆς φρουρᾶς, μαθούσης ὅτι ἀπεφάσισα νὰ παραδώσω τὸ φρούριον, ἐσυνθηκολόγησαν μετὰ τοῦ Σερασκέρη, ὡς μὲ γράφει εἷς τῶν κατασκόπων μου ἐκ τοῦ στρατοπέδου, ὁ Ἀγγέλης Σίμος[1]· τί ποιητέον ἤδη; τὰ πάντα δι' ἐμὲ εἰσὶν ἀδύνατα· ἀλλὰ μήπως πάλιν ὁ Δερβίσης εἶναι ἀλάνθαστος; εἶναι δυνατὸν ν' ἀπατήσῃ ὁ Σερασκέρης τοσούτους Πασάδες, οἵτινες συνυπέγραψαν μετ' αὐτοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπόσχεσιν; Ὁπωσδήποτε, ἐγὼ δὲν ὀπισθοδρομῶ πλέον, ὃ γέγονε, γέγονε.

1 Του Αγγέλη Σίμου υιός είναι ο Ευστάθιος Σίμος.