ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ξενόπουλος, Γρηγόριος

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΣΤΕΦΑ (απόσπασμα)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΣΤΕΦΑ

Ἤθη Ἐπαρχιακά.

Ὁ Γιακουμάκης Στέφας ἦτο γέρων ἄνω τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν, ἀλλ' ἡ ὄψις του ἐν γένει τὸν ἐδείκνυε πολὺ νεώτερον. Εὐθυτενὴς τὸ σῶμα, ζωηρὸς ἀρκετὰ τὰς κινήσεις, εὔχρους, μὲ πρόσωπον ἐξυρισμένον, χωρὶς μύστακα, ἐφόρει τὴν ἀφελῆ καὶ καθαρίαν ἐνδυμασίαν του, − ἄσπρον πανταλόνι λινὸν καὶ γιατέκαν ἀπὸ μαῦρο σόφι, μὲ ἀνοικτὸν ἄσπιλον ὑποκάμισον, ἐφ' οὗ ἔπιπτον αἱ ἄκραι τοῦ στενοῦ μαύρου λαιμοδέτου καὶ μὲ κασκέτον ἢ μπερετόνι ἀπὸ μαῦρον μεταξωτὸν μὲ στιλπνὴν προμετωπίδα, − τὴν ἐνδυμασίαν αὐτὴν τὴν ἐφόρει μ' ἐλευθερίαν καὶ ἄνεσιν σπανίαν δι' ἄνθρωπον τῆς ἡλικίας του. Ἤρκει νά τόν ἔβλεπέ τις μόνον, διὰ νὰ συμπαθήσῃ πρὸς αὐτὸν ζωηρῶς, καὶ πρὶν ἀκόμη διαστείλῃ τὸ χεῖλος εἰς τὸ σύνηθές του γλυκύτατον μειδίαμα, τὸ ἀποκαλύπτον ὀδοντοστοιχίαν πλήρη καὶ λευκήν.

Ὅταν προσετέθη καὶ αὐτὸς εἰς τοὺς περὶ τὸν Τόνην, ἐξαπλωθεὶς ἐπὶ μιᾶς πολυθρόνας καὶ κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς συμβίας του ἀφαιρέσας τὸ μπερετόνι του, ἡ ὁμιλία ἐτράπη ἐπὶ τὰ πολιτικά.

«Ἐτούτη τὴ βολὰ ὅμως» ἤρχισεν ὁ σιὸρ Γιακουμάκης, ἄνευ οὐδενὸς προηγουμένου δικαιολογοῦντος τὸν ἐναντιωματικὸν «τὸν παπάκη σου θάν τονε κάμουμε πρῶτο· ἆ, πρῶτα ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἅγιος».

− Ναί, μὰ ποῦ δὲν εἶνε βέβαιο ἀκόμα ἂν θὰ ἐκτεθῇ;

− Μπᾶ, καὶ γιατί;

− Δὲν εἶδες ντισφάτα ποῦ ἔφαγε στὴν τελευταία ἐκλογή;

− Χμ! καὶ ποῖος τοὖπε νὰ κάμῃ τὸ ἀτζάρντο νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ κόμμα του καὶ νὰ στήσῃ κάλπη μοναχός του; Τόρα ποῦ ἐγύρισε πάλι καὶ θάν τονε βγάλῃ τὸ κόμμα του … ἆ μάλιστα … μάλιστα…

− Ὥστε, παναπῇ, δέν τονε ψηφᾷς σὰν Τοκαδέλο, παρὰ σὰν μηλιανό.

− Ἐγὼ νά σου πῶ· προκειμένου γιὰ τὸν πατέρα σου, τὸν παλαιό μου φίλο, δὲν ἀκούω οὔτε μηλιανούς, οὔτε λουβαίους. Μὰ ὁ κόσμος ἐδῶ δὲν κάνει σήμερα ἔτσι· θέλει τὸ κόμμα του καὶ δὲν ἀκούει τίποτσι ἄλλο. Μπορεῖ νά σου ψηφίσῃ, λέει ὁ λόγος, τὸν Τζαντζίλια ἀπὸ τὸ Γέτο, φτάνει νὰ ἰδῇ παντιεροῦλα στὴν κάλπη του.

− Στὴν Πάτρα, ποῦ λέμε πῶς εἶνε ἀπολίτιστοι καὶ ἄγριοι, δὲν τὰ κάνουν ἔτσι.

− Μὰ πῶς, δὲν ἔχουνε κόμματα ἐκεῖ; ἠρώτησεν ἔκπληκτος εἰς τὸ ἄκουσμα ἡ σιόρα Γιακουμάκαινα.

Ὁ Τόνης ἐπεξήγησε τότε ἐν συντομίᾳ πῶς τὰ κόμματα, ἓν συμπολιτευόμενον καὶ ἓν ἀντιπολιτευόμενον, ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἐκεῖ ὅπως παντοῦ· ἀλλὰ ἐκτιμοῦν λίγο καὶ τὴν προσωπικὴν ἀξίαν. Μὲ ἄλλους λόγους ἐκεῖ, λέει, συντρέχει ὅποιος θέλει καὶ ψηφίζει ὅποιον θέλει· ὄχι σὰν ἐδῶ, ποῦ ἂν δέν σε χρίσῃ ὑποψήφιο ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο κομματάρχιδες, δὲν τολμᾷς νὰ βγῇς, ὅποιος καὶ ἂν εἶσαι καὶ ὅση ἀξία καὶ ἂν ἔχῃς, γιατ' εἶσαι βέβαιος πῶς δέν θα πάρῃς κουκί, καὶ ποῦ τὸ χειρότερο, ἂν τολμήσῃς ἐσὺ ὁ μηλιανὸς νὰ ψηφίσῃς καὶ κανένα φίλο σου λούβη, σὲ λένε ἀμέσως προδότη…

− Τόρα τόσα χρόνια ἔτσι ἐσυνειθίσαμε. Καθένας μὲ τὸ αἴσθημά του.

− Μὰ κακά.

− Μὰ γιατὶ κακά; Ἐσεῖς οἱ νέοι τὰ ἐβγάλατε ἀφτοῦνα. Τσοὶ γέρους τόρα ἡ νέα πλάση δέν μας στιμάρετε γιὰ τίποτα καὶ δὲν ἀκοῦτε ποτὲς ἐκεῖνο ποῦ σας λέμε.

Ἡ Μαργαρίτα ἔκλινεν εἰς τοὺς ὑπαινιγμοὺς τὴν κεφαλὴν χωρὶς νἀπαντήσῃ.

Πρὶν ἢ προφθάσῃ ὁ Τόνης νἀναπτύξῃ εἰς τὸν σιὸρ Γιακουμάκην ὅλους τοὺς λόγους, διὰ τοὺς ὁποίους ἐθεώρει πολὺ ἐπιζήμιον δι' ἕνα τόπον τὴν κομματικὴν ἀποκλειστικότητα, ὑπερμαχῶν τῆς προσωπικῆς ἀξίας καὶ τοῦ ἀνακατώματος εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν βουλευτῶν, ἐν ᾧ αἱ γυναῖκες τὸν ἤκουαν ἐν σιωπῇ χωρὶς νὰ ἐννοοῦν καὶ πολλὰ πράγματα, − τὸν διέκοψεν ἓν ὡρολόγιον μὲ τὴν εὔηχον μεταλλικὴν φωνὴν σημαῖνον τὴν μεσημβρίαν, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ὁ μέγας κώδων τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἤρχισε νἀντιλαλῇ ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ του κατοικητηρίου ἀνὰ τὴν πόλιν ρυθμικῶς καὶ βαρέως τὴν ὥραν τῆς διακοπῆς καὶ τῆς ἀναπαύσεως. Καὶ ἄλλα ὡρολόγια καὶ ἄλλα κωδωνοστάσια μακρυσμένα ἤχησαν συγχρόνως, ἠκούσθη δ' ἐπί τινα λεπτὰ συναυλία τις κωδώνων καὶ κωδωνίσκων, διαχύσασα τὴν εὐφροσύνην εἰς τὰς καρδίας τῶν ἐργαζομένων καὶ τῶν ἀνυπομόνων, ἐπισπεύσασα βήματα ἀργῶν, συμμαζεύουσα τοὺς ἀτάκτους δείκτας καὶ περιελίξασα διὰ ξηροῦ τριγμοῦ τὰ χαλαρὰ ἐλατήρια τῶν χρονομέτρων τοῦ θυλακίου.

Ὑπακούουν εἰς τὴν πρόσκλησιν αὐτὴν οἱ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις. Ὁ Τόνης ἐζήτησε μία κοῦπα νερὸ καὶ ἐσηκώθη νὰ φύγῃ. Ἡ Μαργαρίτα ἔσπευσε νὰ ἐγχύσῃ ἐκ πηλίνου τινὸς ἀγγείου εἰς τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον εἶχε συνοδεύσει τὸν καφὲν καὶ ἀπέκειτο ἐπὶ τοῦ δίσκου κενόν, καὶ νὰ τού το προσφέρῃ. Ἐκεῖνος τὸ ἔπιεν ὄρθιος καὶ τὸ ἀπέθεσε μόνος ἐπὶ τῆς τραπέζης, εὐχαριστήσας διὰ μειδιάματος τὴν Μαργαρίταν, ἡ ὁποία ἔτεινε τὴν χεῖρα νὰ λάβῃ τὸ ποτήριον.

Ἐγκάρδιοι ἦσαν οἱ ἀποχαιρετισμοί, αἱ διαβεβαιώσεις τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, αἱ ὑποσχέσεις συχνῶν ἐπισκέψεων. Τὰ παιδία ἠγέρθησαν πρὸς τιμήν του καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τὸν προέπεμψαν μέχρι τῆς κλίμακος, ἐκτὸς τῆς Μαργαρίτας, ἡ ὁποία ἔτρεξε νὰ σύρῃ τὸ σχοινίον τῆς θύρας καὶ νὰ προβάλῃ εἰς τὸ παράθυρον νά τον ἴδῃ φεύγοντα. Ὁ κρότος τῶν βημάτων του ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ἔκαμε μετὰ τῶν ἄλλων καὶ τὴν Ἄντζολαν, τὴν ἀναθρεφτὴν τῆς Παναγιώτας, νἀφήση, ὡς συνείθιζε, τὸν ἀργαλειόν της, καὶ νὰ σκύψῃ περίεργος ἀπὸ τὸ ἀπέναντι παράθυρον, εἰς τὴν γωνίαν τῆς πλατείας.

− Τίνος εἶνε, κυρά μου, τὸ ἀρχοντόπουλο; ἠρώτησε τὴν Μαργαρίταν, ὅταν ὁ Τόνης δὲν ἐφαίνετο πλέον.

−Εἶνε γυιὸς τοῦ Τοκαδέλου, ποῦ τον εἴχαμε μία βολὰ γείτονα.

− Κακὸ νὰ μὴν ἔχῃ τὸ ξένο ἀρχοντόπουλο μία τζόγια, εἶνε λεβέντης. Καὶ ποῦ ἔλειπε, μάτια μου;

− Στὴν Πάτρα.

− Καὶ ἦρθε νὰ κάτσῃ πηλειό;

− Ναί.

− Ἀνύπαντρος, ἀνύπαντρος;

− Ναῖσκε, ἀνύπαντρος!

Καὶ ἀνῆλθεν ἡ Μαργαρίτα καὶ ἔκλεισεν ἀποτόμως τὸ παράθυρον. Ἦτο ἡ ὥρα τοῦ γεύματος καὶ ὑπῆγε νὰ ἑτοιμάσῃ τὰ τῆς τραπέζης, ἐν ᾧ ἡ νονά της ἐσχόλαζε τὰ παιδία, θέτουσα ἡ ἰδία εἰς τὰς κεφαλάς των, τὰ καλύμματα, ὅσων εἶχαν, καὶ παραγγέλλουσα τὸ στερεότυπον: νὰ πᾶνε φρόνιμα στὸ δρόμο καὶ ἅμα φθάσουνε σπίτι νὰ φιλήσουνε τὸ χέρι τοῦ σιὸρ πάρε καὶ τῆς σιόρα μάρες.

Β΄

Ἐπὶ κυανοῦ στερεώματος σελαγίζουν τρεῖς ἀστέρες χρυσοῖ καὶ κάτω, ἄνωθεν φαιοῦ συμπλέγματος βράχων, ἐκτείνει τὰς πτέρυγας ὁλόλευκος περιστερά. Τοιοῦτο ἦτο τὸ οἰκόσημον, τὸ διακρίνον ἀπὸ μακρὰ ἔτη τὴν οἰκογένειαν τῶν κομήτων Τοκαδέλων, ἔμβλημα ἀγνώστου πλέον σημασίας, τὸ ὁποῖον τῇ ἐπετράπη νὰ φέρῃ μετὰ τοῦ τίτλου καὶ τῶν παρεπομένων, εὐθὺς ὡς ἀποκατέστη ἐξ Ἰταλίας εἰς τὴν νῆσον, τὴν κατεχομένην τότε ὑπὸ τῶν Ἐνετῶν. Εἶνε παλαιόθεν γεγλυμμένον ἐπὶ μαρμάρου, τοῦ ὁποίου ἀπεσβέσθησαν πλέον οἱ χρωματισμοὶ καὶ ἀνηρτημένον ὑπεράνω τῆς θύρας τῆς εἰσόδου εἰς τὸ προγονικὸν παλάτιον τῆς Πλατείας Ῥούγας. Ἀλλ' ἡ κατάστασις αὕτη τῆς γλυφῆς ἐμπνέει μελαγχολικὰς σκέψεις εἰς τὸν θεώμενον, ὡς ἐκπροσωποῦσα τὴν ἱστορίαν ὅλην τοῦ οἴκου, τὸν ὁποῖον ἐπιστέφει. Ἡ δύναμίς του ἐξέλιπεν, ὁ πλοῦτός του ἠλαττώθη, ἡ λάμψις του ἠμαυρώθη· ἀπειλεῖ δὲ νὰ καταπέσῃ εἰς τεμάχια ἐπὶ τῶν εἰσερχομένων, ἄν μὴ κρατηθῇ ὑπὸ νέου καὶ στερεοῦ ἐπιστηρίγματος.

Εἶνε ἡ τύχη αὐτὴ ὅλων σχεδὸν τῶν οἰκογενειῶν, ὅσας ἐδημιούργησεν ἐν ταῖς νήσοις ἡ ἑνετικὴ Κυριαρχία. Μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς μεγάλης Δημοκρατίας καὶ τὴν ἔλευσιν τῶν Ἄγγλων, προπάντων δὲ μετὰ τὴν ἐθνικὴν Ἕνωσιν, αἱ ἀριστοκρατικαὶ οἰκογένειαι, λείψανα τοῦ παρελθόντος, ἔχασαν μετὰ τῶν προνομίων, σχεδὸν πᾶσαν δύναμιν καὶ ἐπιρροήν. Καὶ ἐκ λόγων φυσιολογικῶν, καὶ ἐκ λόγων ἠθικῶν καὶ πολιτικῶν ἐξέπεσαν καὶ παρήκμασαν ὁλοτελῶς αἱ περισσότεραι καὶ πρὸ τοῦ ἀλαλάξαντος ἐπὶ τῇ ἐλευθερίᾳ του λαοῦ, ἀπέκρυψαν κατῃσχυμέναι ράκη μεγαλείου καὶ ἐπιμονῆς. Εἶδον ἑαυτὰς ἀντικαθισταμένας ἐν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ δυνάμει καὶ τῇ ἐπιβολῇ ὑπὸ βλαστῶν νέων, ἀγενῶν, ἀλλὰ μεστῶν ζωῆς καὶ μέλλοντος, ἐκ τοῦ ζωοποιοῦ χυμοῦ τῶν ὁποίων ἐδέησε νὰ μεταλάβουν καὶ νἀντλήσουν νέας δυνάμεις. Στερηθεῖσαι δὲ τοῦ πλούτου, γυμνωθεῖσαι τοῦ τίτλου, ἀπολέσασαι τὴν κατὰ πρόληψιν ἰσχύν, εὑρέθησαν ἠναγκασμέναι νὰ πολεμήσουν διὰ κοινῶν ὅπλων πρὸς τοὺς κοινούς, − ὅσαι ἠθέλησαν νὰ διατηρήσουν θέσιν τινὰ ὑπεροχῆς, − πρὸς ἀπόκτησιν νέου ἀπαραιτήτου στοιχείου ἐπιτυχίας, τῆς δημοτικότητος, θωπεύουσαι καὶ κολακεύουσαι καὶ ἀνεχόμεναι τὸν λαόν, τὸν ὁποῖον ἄλλοτε ἐπίεζον, κατετυρράνουν καὶ περιεφρόνουν, μισοῦσαι ὅμως αὐτὸν πάντοτε πατροπαραδότως καὶ τόρα ὅπως καὶ τότε.

Ὀλίγον μετὰ τὴν ἕνωσιν τῆς νήσου εἰς ἣν εὑρισκόμεθα, μετὰ τῆς Ἑλλάδος, ἡ κοινωνία της ἐδιχάσθη φυσικῶς εἰς δύο κόμματα, τῶν ὁποίων εἶχον προσχηματισθῇ οἱ πυρῆνες κατὰ τοὺς προηγηθέντας ἀγῶνας· τὸ ἓν λαϊκόν, ἀποτελούμενον ἐξ ὅλων τῶν στοιχείων, εἰς τὰ ὁποῖα τὸ νέον καθεστὼς παρεῖχε διὰ τῆς ἰσότητος προνόμια, καὶ τὸ ἄλλο ἀριστοκρατικόν, συνασπίσαν ὅλους ἐκείνους, τῶν ὁποίων διὰ τὸν αὐτὸν λόγον τὰ προνόμια κατέρρεον. Καὶ τοῦ μὲν πρώτου ἀρχηγὸς ἀνεδείχθη ὁ περίφημος Μήλιας, καλὸς μὲν πολιτικὸς ἀλλὰ καὶ δημαγωγὸς εὐφυέστατος, δεξιῶς διευθύνων καὶ ἐξασφαλίζων πάντοτε ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν τελικὴν νίκην· τοῦ δὲ δευτέρου ἀρχηγοὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ τῶν εὐγενῶν, ἀδέξιοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πολιτικοί, διαφωνοῦντες, ὑπονομευόμενοι καὶ ἐπὶ τέταρτον αἰῶνος ὑποστάντες σειρὰν σχεδὸν ἀδιάσπαστον ἡττῶν. Οἱ ἀνήκοντες εἰς τὸ πρῶτον κόμμα ὠνομάζοντο ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχηγοῦ μηλιανοί· ἐν ᾧ οἱ ἀνήκοντες εἰς τὸ δεύτερον καὶ μὴ ἔχοντες ἀρχηγὸν ὡρισμένον, ὀνομάζοντο λουβαῖοι. Λούβης ἦτο τὸ ἐπώνυμον ἀνθρώπων τινῶν, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ κοινὴ γνώμη ἐπέρριψεν ἔγκλημα τελεσθὲν ἐν τῷ τόπῳ πρωτάκουστον καὶ φοβερόν· τὴν σφαγὴν ὁλοκλήρου οἰκογενείας, μεθ' ἧς ἔτυχε νὰ ἔχουν ἔχθραν οἱ Λουβαῖοι αὐτοί, σφαγὴν ἐπεκταθεῖσαν μέχρις αὐτῶν τῶν κατοικιδίων ζώων καὶ τῶν κτηνῶν. Τῶν κατηγορουμένων τούτων τὴν ὑπεράσπισιν ἀνέλαβε τότε μετὰ ζέσεως εἷς δικηγόρος καὶ δημοσιογράφος διαπρεπὴς ἐκ τοῦ κόμματος τῶν εὐγενῶν· τοῦ ἀντιδημοτικοῦ δὲ τούτου κινήματος ἐπωφεληθέντες οἱ ἀντίθετοι μηλιανοί, τοὺς ἐπωνόμασαν ὅλους περιφρονητικῶς Λουβαίους. Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἀθωότητος τῶν νομιζομένων κακούργων καὶ τὴν ἀποκάλυψιν τῶν ἀληθινῶν ἐνόχων − ναυαγησάντων ὀλίγον κατόπι καὶ πνιγέντων ἐκτὸς ἑνός, ὡς διὰ τοῦ δακτύλου τῆς θείας Προνοίας, − οἱ ὑπερασπισταὶ δὲν ἀπηξίωσαν νὰ κρατήσουν ὡς χαρακτηριστικὸν τὸ ἐπώνυμον, μαρτυροῦν μὲν τὴν σπουδὴν τῶν ἀντιπάλων καὶ τὴν βιαιότητα, ἀνῆκον δὲ εἰς ἀνθρώπους ἀθώους καὶ ἀληθῶς μαρτυρήσαντας… Ὁ τόπος λοιπὸν διῃρεῖτο εἰς δύο ἀντίθετα στρατόπεδα. Ἕκαστος τῶν νεοτεύκτων αὐτῶν συνταγματικῶν πολιτῶν ἔπρεπε νὰ εἶνε ἀναγκαίως ἢ μηλιανὸς ἢ λούβης. Ὡς δ' ἀνήρχετο ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν κομμάτων τούτων ὑψηλότερα τῶν συνήθων προσωπικῶν προτιμήσεων καὶ ἀντιπαθειῶν, ἔχουσα τὰς ρίζας εἰς κοινωνικὴν διαίρεσιν παλαιάν, συνθλίψασαν τὸν τόπον ἐπὶ αἰῶνας, καὶ ὡς ἤγειρεν ἡ ἔκτακτος προσωπικότης τοῦ Μήλια ἀληθῆ ὑπὲρ αὐτοῦ φανατισμόν, τὰ πάθη ἐκεῖ διετέλουν εἰς διαρκῆ ἔξαψιν καὶ ὁ κομματικὸς ἀνταγωνισμὸς εἶχεν ἐπὶ συνεχῆ ἔτη μεταβάλει τὴν πόλιν − vituperio delle genti − εἰς πεδίον ἀγῶνος ἀμειλίκτου, ἀλληλοφαγώματος καὶ ἐξοντώσεως. Ἡ τρομοκρατία ἐβασίλευσεν ὑπὸ τὴν εἰδεχθεστέραν αὐτῆς μορφήν· τὸ πιστόλιον, ἡ μάχαιρα καὶ τὸ ρόπαλον ἀπετέλεσαν ἀπαίσιον ὑπὲρ τὴν κεφαλήν της σύμπλεγμα· ἐκ τῶν συχνῶν δὲ τούτων ἐρίδων, τῶν ἐκφοβίσεων, τῶν ἐσπευσμένων φυγῶν καὶ τῶν παλμῶν, τὰ δυστυχῆ ἀνθρώπινα πλάσματα, ὅσα δὲν εἶχον ἀνεπτυγμένα τὰ θηριώδη ἔνστικτα, εἶχον καταντήσει καρδιακά.

Ὁ Ριχάρδος Τοκαδέλος ἦτο μηλιανός.

Ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε καὶ κατενόει τὴν οἰκτρὰν τοῦ οἰκοσήμου του κατάστασιν, ἦτο αὐτός· καὶ ἄλλο δὲν εὕρισκε σήμερον ἐπιστήριγμα παρὰ τὸ ρητὸν τὸ ἀναγεγραμμένον δημοκρατικώτατα ἐπὶ τοῦ θυρεοῦ τοῦ νέου του Βασιλέως. Ἔπρεπε νὰ κολακεύσῃ τὸν λαὸν ἵνα διὰ τῆς ἀγάπης του ἀναδειχθῇ. Τὸ πρῶτόν του λοιπὸν δημοκοπικὸν κίνημα ἦτο, ἀπολακτίζων δῆθεν τοὺς εὐγενεῖς, νὰ καταταχθῇ εἰς τὸ λαϊκὸν κόμμα· διότι αὐτὸ καὶ μόνον τὸ πολυπληθέστερον καὶ ἰσχυρότερον ἦτο ἱκανὸν νὰ τὸν περιβάλῃ δι' ἀξιωμάτων καὶ νὰ τὸν ἀναβιβάσῃ μικρὸν κατὰ μικρὸν καὶ πάλιν εἰς τὴν θέσιν τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς πιέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν ἦγεν ἡ ἀτομική του φιλοδοξία καὶ αἱ οἰκογενειακαί του παραδόσεις. Ἀλλὰ τὸ σχέδιον τοῦτο δὲν ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ ἐλευθέρως, εἰμὴ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, τοῦ κόντε Παύλου. Τὸν ἀριστοκρατικὸν γέροντα, τὸν ἀμείλικτον καὶ ἄκαμπτον, συνείθισε νὰ φοβῆται καὶ νὰ σέβεται· οὐδ' ἤθελε νὰ λυπήσῃ δι' ἀσυμβιβάστου διαγωγῆς καὶ ὑποχωρήσεως τὰς τελευταίας ἡμέρας ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἐν γήρατι βαθεῖ, ἀντετάχθη ὅσον ἠδύνατο εἰς τὴν Ἕνωσιν, ὡς ὁ καταχθονιώτερος τῶν Καταχθονίων, ἐμίσησε πᾶσαν ἰδέαν φιλελευθέραν, τὴν δὲ ζωήν του ὅλην διῆλθεν ἐν διηνεκεῖ ἀγῶνι πρὸς τὸν λαόν, ἀρχίζοντα ἤδη νἀνασείῃ τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τὴν δεσποτικὴν τῶν τυράννων του πτέρναν. Ἐν μιᾷ τῶν αἰθουσῶν τοῦ ἀρχοντικοῦ παλατίου, ὑπῆρχεν ἰδιαιτέρως ἀνηρτημένη ἡ εἰκὼν τοῦ Παύλου Τοκαδέλου, ἔργον ζωγράφου περιφήμου, τοῦ Δοξαρᾶ, παριστῶσα αὐτὸν ὁλόκληρον ἐν φυσικῷ μεγέθει ἐντὸς πλαισίου παχέος χρυσοῦ. Ἡ ὄψις ἐκείνη εἶχέ τι τὸ ἐξόχως ἐπιβάλλον. Περιβεβλημένος τὴν μελανὴν αὐτοῦ ἐνδυμασίαν, στενὸν πανταλόνιον, ρεδιγκόταν μὲ μεγάλα ἀνοικτὰ φιλέτα καὶ ὑπερμεγέθη κομβία, καὶ γιλέκιον κλειστὸν μέχρι τοῦ λαιμοῦ, τὸν ὁποῖον περιέσφιγγον αἱ πολλαπλαῖ σπεῖραι τοῦ λαιμοδέτου, δὲν ἐπεδείκνυε καθ' ὅλον αὐτοῦ τὸ ὕψος ἄλλο φαιδρὸν σημεῖον, εἰμὴ δύο−τρεῖς κρίκους τῆς χρυσῆς ἁλύσεως τοῦ ὡρολογίου του, ἀφ' ἧς ἐκρέματο σιγγίλιον βαρύ. Ἐπὶ τοῦ ὠχροῦ, τοῦ ἐξυρισμένου προσώπου του διεχεῖτο στυγνότης καὶ πικρία. Τὰ παχέα χείλη κατάκλειστα, ὁ πώγων ὀξύς, ἡ μύτη γρυπή· τὸ μέτωπον πλατὺ καὶ φαλακρόν. Οἱ ὀφθαλμοὶ πλησίον ὁ εἷς τοῦ ἄλλου, μικροὶ καὶ περιβαλλόμενοι ὑπὸ ὀφρύων σχεδὸν ἡμικυκλικῶν, ἐξηκόντιζαν βλέμμα ὅμοιον πρὸς πτηνοῦ νυκτοβίου. Τὰ δὲ μικρόκογχα ἀριστοκρατικά του ὦτα ἐφαίνοντο ὀξυνόμενα, ὡσεὶ ἐπτοημένα ὑπὸ ἀσυνήθους ὀχληροῦ θορύβου, ὥς τινος ψιθύρου λαϊκοῦ, φέροντος μακρόθεν λέξεις τινὰς δυσήχους ἐλευθερίας καὶ χειραφετήσεως… Καὶ παρὰ τοὺς πόδας τοῦ λευκοῦ κιονοκράνου, ἐφ' οὗ ἐστήριζε τὴν λεπτοφυᾶ χεῖρα ἐν συμπλέγματι ξίφους καὶ πίλου πτερωτοῦ, ἔλαμπον οἱ τρεῖς χρυσοῖ ἀστέρες τοῦ οἰκοσήμου του ἐπὶ οὐρανοῦ ψευδῶς γαλανοῦ καὶ ἀνεφέλου. Εἰς τὸ ἔργον τοῦ ζωγράφου ἀνέζη πραγματικῶς ὁ παλαιὸς αὐτὸς ἄρχων, ὁ τελευταῖος τῆς γενεᾶς του πρόμαχος τῶν προνομιῶν του, ὁ ὁποῖος ὡς βράχος ἄκαμπτος, ἐστάθη νὰ συντριφθοῦν ἐπ' αὐτοῦ ὅλα τὰ ἐνάντια κύματα, ὑπ' οὐδενὸς παρασυρθεὶς μέχρι τῆς στιγμῆς καθ' ἣν εἰς τὸν μονογενῆ του υἱὸν ἀφῆκε τὰς τελευταίας τυραννικὰς παραγγελίας. Ἡ μνήμη του εἰς τὸν λαὸν διετηρεῖτο ὥς τινος φάσματος ἀποτροπαίου. Διὰ τὴν πολυτέλειαν μεθ' ἧς ἔζη καὶ τὴν μεγαλοπρέπειαν τὸν ἀπεκάλουν μανίφικον, ἐν ᾧ διὰ τὴν κακίαν του καὶ τὴν καταχθονιότητα τρεμέντον. Τὰ περὶ αὐτοῦ ἀνέκδοτα, ηὐξημένα ἐπὶ τὸ ὑπερβολικώτερον ὑπὸ φαντασιῶν ζωηρῶν, ἐκυκλοφόρουν ἀκόμη, ὑποστηριζόμενα ὄχι ὑπὸ ὀλίγων μαρτύρων αὐτοπτῶν. Περὶ τοῦ Μανίφικου παραδείγματος χάριν διηγοῦντο ὅτι ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν τὰ χρυσᾶ ἐπιτραπέζια σκεύη, μετὰ τὸ γεῦμα, τὸ ὁποῖον παρέθεσε ποτὲ πρὸς ἄγγλον Ἁρμοστήν, καὶ περὶ τοῦ Τρεμέντου ὅτι θέλων νὰ ἐκδικηθῇ ἕνα χωρικόν, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε νὰ σχολιάσῃ μίαν του διαταγήν, τὸν ἔκραξε νἀνοίξῃ εἰς τὸν κῆπόν του ἕνα λάκκον διὰ φύτευμα δένδρου· ἐν ᾧ δὲ ὁ ἀτυχὴς ἐκεῖνος εὑρίσκετο εἰς τὸ βάθος του, σκάπτων ἀκόμη, προσκαλέσας ὁ αὐθέντης τοὺς δούλους του, τοὺς διέταξε νὰ ρίψουν πάλιν μέσα εἰς τὸν λάκκον τὸ χῶμα, τὸ ὁποῖον ὁ ἐργάτης εἶχεν ἐπισωρεύσει παρὰ τὰ χείλη τοῦ … τάφου του.

Τοιούτου πατρὸς ἡ ἀνάμνησις ἐβάρυνεν ἐπὶ τοῦ Ριχάρδου Τοκαδέλου καὶ αὐτὴ τὸν ἔκαμνεν, ἔλεγες, νὰ κύπτῃ περισσότερον χαιρετῶν δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τὸν λαὸν τὸν ἀγελαῖον, τοῦ ὁποίου εἶχε σήμερον καὶ τὴν ἀνάγκη καὶ τὸν φόβον. Πρὸ τῶν ἰσοτίμων του ὅμως ἐτήρει ἀγερώχως ἄκαμπτον τὸ βραχὺ σῶμα καὶ τὸν ὑψηλὸν πῖλον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἂν καὶ ἐκ περιστάσεων ἀτυχῶν εἶχε χάσει μέγα μέρος τῆς περιουσίας του καὶ ἔζη πλέον ἐκ τῶν λειψάνων της, δυνάμει κτηθείσης τινὸς ταχύτητος, δὲν ἐννοοῦσεν ὅμως νὰ ὑποχωρήσῃ ἐνώπιον οὐδενὸς τῶν ἄλλων πλουσίων εὐγενῶν, αὐτὸς ὁ πτωχότερος μέν, ἀλλὰ τοῦ ὁποίου ἀρχαιοτάτη ἦτο ἡ εὐγένεια καὶ αἱ οἰκογενειακαὶ παραδόσεις ἐφέροντο πλήρεις ἰσχύος καὶ λαμπρότητος ὑψηλότεραι καὶ τυραννικώτεραι ὅλων. Ἔπειτα καὶ ἐκεῖνοι, μὲ τοὺς περισσοτέρους τῶν ὁποίων στενῶς ἐσυγγένευε, δὲν ἔπαυσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ νὰ τὸν ἐκτιμοῦν.Ἤξευραν καλῶς ὅτι ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ φιλοδοξία τὸν ἔκαμαν νὰ συμμαχήσῃ μετὰ τοῦ Μήλια ἐναντίον των καὶ δὲν ἀμφέβαλλαν διόλου ὅτι ἡ γλῶσσα τὴν ὁποίαν μετεχειρίζετο ὁμιλῶν πρὸς τὸν λαόν, τὸν γενόμενον αἰφνιδίως κυρίαρχον, ἦτο γλῶσσα ψευδὴς καὶ ὑποκριτική, σκοποῦσα νὰ τὸν ἀποκαταστήσῃ καὶ πάλιν δοῦλον τῶν ὀρέξεών του. Ὅπως οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἐννοούντων νὰ προκόψουν ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ κοινωνίᾳ, εἶχε καὶ ὁ Τοκαδέλος δύο γλώσσας. Τὴν μίαν, καθὼς εἴπαμεν, διὰ τὸν λαὸν καὶ ἄλλην διὰ τὴν ἀριστοκρατίαν. Τὴν πρώτην, τὴν μετεχειρίζετο ἀπὸ τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας του, ἀπὸ τοῦ παραθύρου τοῦ πολιτικοῦ Συλλόγου τῶν Μηλιανῶν ἡ Ἀγάπη, ἀπὸ τοῦ ἐξώστου τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου εἰς τὸν Ἄμμον καὶ κατὰ τὰς ἰδιαιτέρας μετὰ τῶν ἐκλογέων συνδιαλέξεις. Κατ' αὐτὴν ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ ἦτο ἡ δύναμίς του, τὸ καλὸν τοῦ τόπου τὸ μόνον μέλημά του, ἡ αὐταπάρνησις ἡ μόνη του ἀρετή, οἱ λουβαῖοι ἐλεεινοὶ καὶ τρισάθλιοι, ἡ Ἑλλὰς τὸ πρῶτον Ἔθνος τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀνάκτησις τῶν ὑπὸ δουλείαν χωρῶν γεγονὸς θετικόν. Τὴν δευτέραν, τὴν σχετικῶς εἰλικρινῆ καὶ μᾶλλον σύμφωνον πρὸς τὰς πεποιθήσεις του, ὡμίλει κατ' ἰδίαν μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ Μήλια, μετὰ τῶν συγγενῶν του καὶ τῶν στενῶν του φίλων, εἴτε εἰς τὰς μαλθακὰς αἰθούσας τῶν ἀριστοκρατικῶν κατὰ τὰς ἑσπερινὰς συναθροίσεις, εἴτε ἐξηπλωμένος εἰς καμμίαν τῶν ἀνέτων πολυθρονῶν τῆς Λέσχης Ὁμόνοια, ἡ ὁποία, πρὶν ἢ τὴν ἐκλαϊκεύσῃ καὶ αὐτὴν ἡ πολιτικὴ ἀνάγκη, ἦτο τὸ κομψὸν ἐντευκτήριον τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ τόπου. Κατ' αὐτὴν τὴν γλῶσσαν, ὁ λαὸς ἦτο θηρίον ἀνήμερον προωρισμένον διὰ τὸν κλωβόν, οἱ Μηλιανοὶ ἄθροισμα κακούργων, ὁ τόπος μετὰ τὴν ἕνωσιν εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, τὸ ρωμαίϊκο τὸ χειρότερον Ἔθνος τοῦ κόσμου καὶ ἡ ὑπὸ τῶν Τούρκων ἢ τῶν Αὐστριακῶν κατάκτησις ἁπλῶς ζήτημα χρόνου.