ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Δέλτα, Πηνελόπη

Το γραφτό (απόσπασμα)

ΤΟ ΓΡΑΦΤΟ

Τὸ φεγγάρι χαμήλονε τώρα. Ἡ νυχτιάτικη δροσιὰ τὴν ἔκανε κάθε λίγο ν' ἀνατριχιάζει, καὶ ὁ κάμπος ἦταν ἀπέραντος, σταχτύς, σκιὲς γεμάτος. Καὶ ἦταν ἀποσταμένη, τῆς πονοῦσαν τὰ πόδια ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ δρόμο, τῆς πονοῦσε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴ συλλογή, καὶ στὰ στήθια της ἡ καρδούλα βάραινε μολύβι μονάχο…

Κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι στὰ διπλωμένα της γόνατα μ' ἕνα βαθύ, βαθὺ ἀναστεναγμὸ ποὺ ἔλεγε ὅλον τὸ βαρεμὸ τῆς ψυχῆς της.

Ἦταν μικρὸ καὶ λιγνὸ τὸ κορμάκι της, κακοθρεμμένο σωματάκι παιδιοῦ, ποὺ δεκατριῶν χρονῶν κακομοιριὲς κόντευαν νὰ τὸ μαράνουν πρὶν ἀκόμα ὡριμάσει.−

Γιατὶ εἶχε τραβήξει πολλὴ μιζέρια τὸ κακόμοιρο, καὶ συχνὰ πείνασε, καὶ συχνὰ ἔκλαψε.

Καὶ ὅμως ἦταν ἕνας καιρός, ποὺ εἶχε ψωμὶ στὸ σπίτι καὶ εἶχε καὶ κρέας κάποτε, καὶ τὸ βράδυ ἦταν ζεστὸ τὸ κρεβατάκι της τὸ φτωχικὸ μὲ τὰ μπαλωμένα, μὰ παστρικὰ σεντόνια. Ἦταν τὸν καιρό ποὺ δούλευε ὁ πατέρας, ὁ ἀγριωπὸς ἐκεῖνος ἄντρας μὲ τὸ μεγάλο μουστάκι, ποὺ φώναζε συχνὰ τῆς μάνας, μά ποὺ ποτὲ δὲν τὴν κτύπησε, καὶ ποὺ φιλοῦσε συχνὰ τὸ μικρό του.

Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε; Ἡ ἀρρώστια τὸν ἔφαγε, τὸν ἀγριωπό της πατέρα· τράβηξε λίγον καιρὸ καὶ πέθανε, καὶ τὶς ἄφησε μονάχες, τὴ μάνα καὶ αὐτήν, μιὰ νέα καὶ ὄμορφη καὶ καλὴ γυναίκα, κ' ἕνα κοριτσάκι τόσο μικρό, ποὺ δὲν ἤξερε οὔτε μιὰ πεντάρα νὰ κερδίσει τὴν ἡμέρα.

Πόσο μακριὰ ἦταν ὅλα αὐτὰ τώρα! Πόσο ξεχασμένα καὶ ξένα…

Στὴν ἀρχὴ ξενοδούλευε ἡ μάνα νὰ βγάλει τὸ ψωμί τους μὰ τί νὰ πρωτοπληρώσει μὲ τὸ κέντημά της; Τὸ νοίκι ἢ τὰ παπούτσια τοῦ παιδιοῦ της;

Περνοῦσαν τώρα μέρες χωρὶς ζεστὸ φαγί, καὶ τὸ ψωμὶ ἀκόμα εἶχε γίνει σπάνιο.

Καὶ μιὰ μέρα ἦλθε στὸ σπίτι ἡ μάνα μ' ἕναν ξένο, καὶ κεῖνο τὸ βράδυ ἔφαγαν πάλι κρέας ὕστερα ἀπὸ τόσον καιρό. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔφερε ὁ ξένος τὰ ροῦχα του, καὶ ἀπὸ τότε ἔμεινε στὸ σπίτι τους, καὶ ἡ μάνα δὲν ξενοδούλευε πιά. Καὶ σὰ ρώτησε τὸ μικρὸ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ πομαδιασμένα μαλλιά, ποὺ πῆρε τὴ θέση τοῦ πατέρα μὲς στὸ σπίτι, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ μάνα πὼς εἶνε δεύτερος μπαμπάς της καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ τὸν ἀγαπᾶ. Μὰ ἐκείνη ποτὲ δὲν τὸν ἀγάπησε.

Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο δὲν ἔτρωγαν πιὰ κρέας, καὶ κάποτε ἔλειπε καὶ τὸ ψωμί, γιατὶ ὁ δεύτερος μπαμπὰς δὲν πήγαινε πιὰ στὴ δουλειά του. Καὶ σὰ φώναζε ἡ μάνα καὶ τὸν ἔλεγε κρασοπατέρα, αὐτὸς τῆς πετοῦσε τὴν ἀδειανὴ φιάσκα στὸ κεφάλι κ' ἔφευγε βρίζοντας. Ὥς ποὺ μιὰ μέρα δὲ γύρισε πιά.

Καὶ βγῆκε πάλι ἡ μάνα νὰ ξενοδουλέψει, καὶ πάλι ἔλειψε τὸ ψωμί, καὶ πάλι νοιώσανε τὴν πεῖνα, ὥς ποὺ μιὰ βραδειὰ γύρισε ἡ μάνα μ' ἕναν ἄλλο ξένο, καὶ τῆς εἶπε πῶς ἦταν καινούργιος μπαμπάς. Μὰ καὶ αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ἔφυγε καὶ δὲ γύρισε πιά, καὶ τότε ἦλθε μὲ ἄλλον, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ πάλι μὲ ἄλλον, καὶ κάποτε οὔτε ἡ μάνα δὲ γύριζε πιὰ στὸ σπίτι παρὰ ἀργά, πολὺ ἀργά, ἀφοῦ τὴν εἶχε πάρει πιὰ ἐκείνην ὁ ὕπνος.

Καὶ δὲ ρωτοῦσε πιὰ ποιοὶ, ἦταν αὐτοὶ οἱ ξένοι, ποὺ λίγον καιρὸ ζοῦσαν στὸ σπίτι σὰν ἀφεντάδες, καὶ ὕστερα ἔφευγαν καὶ δὲν γύριζαν πιά.

Μὰ ὄσο καὶ ἂν πεινοῦσε κάποτε, ὅσο καὶ ἂν τὸ σπίτι τοὺς ἦταν ἔρημο καὶ φτωχικό, καὶ εἶχε χάσει τὴ συγυρισμένη του ὄψη, σὰν τὸ χάδευε ἡ μάνα ὅλα τὰ ξεχνοῦσε τὸ μικρό.

Γιατὶ τὴν ἀγαποῦσε ἡ μάνα, καὶ κείνη τὴ μάνα της τὴ λάτρευε. Ἦταν ὄμορφη καὶ γλυκειά, καὶ τόσο ἀγαθή! Ἦταν γλυκὰ καὶ χαδιάρικα τὰ μάτια της σὰν κύταζαν τὸ κοριτσάκι της, καὶ ἦταν ἁπαλὸ καὶ ζεστὸ τὸ φιλί της, καί ποτὲ δὲν τῆς τὸ στεροῦσε, ἀκόμα καὶ τὶς νύχτες ἐκεῖνες ποὺ ἔφθανε ἀργὰ κ' ἔρχουνταν σιγὰ σιγὰ κ' ἔσκυβε στὸ κρεβατάκι καὶ χάδευε τὸ μετωπάκι νομίζοντας πὼς κοιμᾶται τὸ μικρό…

… Μὲ τὴ θύμηση τῆς μάνας φούσκωσε ἡ καρδούλα της, καὶ σφίγγοντας τὸ μέτωπο στὰ διπλωμένα της γόνατα, ξέσπασε σὲ κλάματα τέτοια, ποὺ τ' ἀναφυλλητὰ τίναζαν τὸ παιδιάτικο κακοθρεμμένο κορμάκι.

Κάτι κούνησε κοντά της, ἕνα κλαδάκι ἔτριξε· σήκωσε τὰ μάτια τρομαγμένη καὶ εἶδε μιὰ σκιὰ ποὺ πηδηχτὴ ἔφευγε καὶ χάνουνταν στὸν κάμπο.

Τὸ αἷμα πάγωσε στὶς φλέβες της πετάχθηκε πάνω καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει. Ὅλες οἱ τρομερώτερες ἰστορίες ὅπου τὰ φαντάσματα καὶ τὰ τελώνια παίρνουν μορφὲς ζῴων, πέρασαν ἀνακατωμένα στὸ κεφάλι της, κι ἔτρεχε, ἔτρεχε μπροστά της, στὸν ἴσιο δρόμο τὸν ἄγνωστο, ὥς ποῦ ἀπόστασε κ' ἔπεσε λαχανιασμένη στὰ χώματα.

Κύταξε γύρω της ἀγριεμένη, μὰ τίποτα δὲν σάλευε· ὁ ἀτέλειωτος κάμπος ἦταν ἔρημος καὶ τὸ σκοτάδι ὁλοένα πύκνονε.

Κουβαριασμένη στὴ σκόνη κύταζε ἐδῶ κ' ἐκεῖ, μιὰ ἐμπρὸς καὶ μιὰ πίσω, περιμένοντας νὰ καταφθάσει κάτι τρομερό, δὲν ἤξερε ἡ ἴδια τί, μὰ κάτι ποὺ θὰ πονοῦσε καὶ θὰ τὴν τρόμαζε ὅσο τίποτα ἀκόμα δὲν τὴν τρόμαξε καὶ δὲν τὴν πόνεσε στὴ ζωή της.

Καὶ ὅμως τρομάρες καὶ πόνους εἶχε τραβήξει ὅσους κανένα παιδὶ δὲν τράβηξε βέβαια στὴν ἡλικία της.

Καὶ στὸ κουρασμένο της μυαλὸ πέρασαν μερικὲς εἰκόνες ἀξεχαστες: ἡ μάνα νὰ κλαίγει γιατὶ τὴν ξυλοφόρτονε ἕνας «πατέρας», καὶ κείνη νὰ τρέμει στὸ κρεβατάκι της, κάνοντας τάχα πὼς κοιμᾶται, μὴν τὶς φάγει καὶ αὐτή.

Γιατὶ θυμοῦνταν τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ξύπνησε ἀπὸ τὶς φωνὲς καὶ πετάχθηκε νὰ βοηθήσει τὴ μάνα ποὺ παρακαλοῦσε κ' ἔκλαιγε· θυμοῦνταν τὸν «πατέρα» ποὺ ἅρπαξε ἕνα σκαμνὶ καὶ τῆς τὸ πέταξε στὸ κεφάλι καὶ τὴν ἔρριξε χάμω. Ἄχ, τί ἄσχημη, τί ἄγρια σκηνή!… Καὶ ὕστερα σὰν ἔφυγε ὁ «πατέρας» καὶ μείνανε πάλι μόνες, τὰ φιλιὰ τῆς μάνας, τὰ κλάματα, οἱ ὑποσχέσεις νὰ ξενοπλύνει, νὰ πουληθεῖ σκλάβα, μὰ νὰ μὴ φέρει πιὰ ἄντρα στὸ σπίτι… Καὶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες, πάλι γύρισε μὲ ἄλλον. Κάποτε δὲ γίνουνταν οἱ τραγικὲς σκηνὲς καὶ περνοῦσαν ἥσυχα ἄλλη φορὰ πάλι οἱ φωνὲς ξεσποῦσαν καὶ τελείοναν μὲ ξύλο. Μὰ ἐκείνη ἀπὸ τὸ κρεβατάκι της δὲν κουνοῦσε πιά.

… Σηκώθηκε ἀεράκι καὶ τὴν ἔπιασε ἀνατριχίλα. Πῆγε καὶ τρύπωσε πίσω ἀπὸ κάτι χαμόκλαδα κ' ἔκλεισε τὰ μάτια νὰ κοιμηθεῖ. Μὰ ὅλο τῆς φαίνονταν πὼς κάτι κούνησε πλάγι της καὶ ἀνατινάζουνταν τρομαγμένη, γύρευε μὲ τὸ βλέμμα νὰ τρυπήσει τὸ σκοτάδι γύρω, καὶ πάλι μαζεύουνταν στὰ χαμόκλαδα, τρέμοντας ἀπὸ κρύο καὶ φόβο. Καὶ πρώτη φορὰ θυμήθηκε, μὲ κάτι σὰ λαχτάρα, τὸ κρεβάτι τοῦ ὀρφανοτροφείου …

Γιατὶ τὴν εἶχαν πάγει στὸ ὀρφανοτροφεῖο μιὰ ἡμέρα. Κα τὴν εἶχε πάγει ἡ ἀστυνομία …

Μιὰ μέρα, τὴν ὥρα ποὺ ἔλειπε ἡ μάνα καὶ ἦταν μόνος ὁ «πατέρας», ἔφθασαν ἀστυνόμοι, καὶ ἀφοῦ γύρισαν ὅλα τὰ δωμάτια, τὴν πῆραν μ' ἕνα ἁμάξι καὶ τὴν πῆγαν σ' ἕνα σπίτι ἄγνωστο. Ἡ καμάρα ὅπου τὴν ἔμπασαν, ἦταν σοβαδισμένη καὶ εἶχε λίγα ἁπλὰ ἔπιπλα, ἕνα ξύλινο γραφεῖο καὶ πέντε−ἕξη ψάθινες καρέγλες. Δυὸ κυρίες κάθουνταν ἐκεῖ, πλουσιοντυμένες, μὲ φτερὰ στὰ καπέλα καὶ διαμάντια στ' αὐτιὰ καὶ στὰ δάχτυλα, καὶ μιλοῦσαν μὲ μιὰ γυναίκα χωρὶς καπέλο, ποὺ εἶχε κρεμασμένο ἕνα μάτσο κλειδιὰ στὴ μέση.

−«Γιατὶ μᾶς φέρνετε ἐδῶ αὐτὸ τὸ κοριτσάκι;» ρώτησε ἡ μιὰ κυρία, χώνοντας τουρτουριάτικα τὰ παχουλὰ χεράκια της στὸ γουνίσιο της μανσόνι. «Τὸ δικό μας γραφεῖο φροντίζει μόνο γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν πατρίδα τους νὰ μποῦν ὑπηρέτριες· αὐτὸ εἶναι μικρὸ ἀκόμα νὰ τὸ βάλομε σὲ σπίτι.»

− «Ὄχι, κυρία», εἶπε ὁ ἀστυνόμος ποὺ τὴν εἶχε συνοδεύσει, «τὸ βρήκαμε σ' ἕνα βρωμόσπιτο καὶ τὸ πήραμε, γιατὶ εἶναι ἀκόμα ἀνήλικο …».

Εἶπε καὶ κάτι ἄλλα πράματα, καὶ ρώτησε καὶ ἄλλα ἡ κυρία, μὰ ἐκείνη δὲν τ' ἄκουσε, γιατὶ εἶχε στηλώσει τὴν προσοχή της στὸ γιαλιστὸ τσόχινο φόρεμα τῆς κυρίας καὶ στὸ γουνίσιο μανσόνι, καὶ συλλογίζουνταν σὰν τί νὰ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τὰ χέρια χωμένα μὲς στὴ γούνα, καὶ γιατὶ κρύονε ἡ κυρία ποὺ ἦταν ζεστὰ ντυμένη ἀφοῦ ἐκείνη δὲν πολυκρύωνε μὲ τὸ λυωμένο της φορεματάκι καὶ ἀφοῦ ὁ ἥλιος φεγγοβολοῦσε ἔξω. Κ' ἔξαφνα τὴ ρώτησε ἡ κυρία.

−−«Ποιὸς σὲ πῆγε στό…. σ' αὐτὸ τὸ σπίτι ὅπου σὲ βρῆκαν;»

Ἐκείνη ἔσκυψε τὰ μάτια καὶ δὲν ἀποκρίθηκε.

−«Μίλα!» τῆς εἶπε ὁ ἀστυνόμος μὲ μιὰ σπρωξιά.

−«Ἄφησε τὸ παιδί!» εἶπε αὐστηρὰ ἡ κυρία, καὶ πιὸ σιγὰ ξαναρώτησε. «Ποιὸς σὲ πῆγε ἐκεῖ;….Πές, παιδί μου, μὴ φοβᾶσαι!»

Σήκωσε τὰ μάτια, εἶδε στὸ πρόσωπο τῆς κυρίας κάποια γλύκα ποὺ δὲν περίμενε, καὶ δειλὰ ἀποκρίθηκε.

−«Εἶναι τὸ σπίτι τῆς μάνας μου.»

−«Ἔχεις πατέρα;»

−«Ὄχι, πέθανε.»

− «Μὰ τί κάνει ἡ μάνα σου; Πῶς ζῆτε;»

−«Εἶναι πρόστυχη γυναίκα ἡ μάνα….» ἄρχισε ὁ ἀστυνόμος, μὰ ἡ κυρία τὸν διέκοψε πάλι.

−«Ἄφησέ με νὰ συνεννοηθῶ μὲ τὴ μικρή», εἶπε κάπως ἀπότομα, «καὶ μὴν ἀνακατόνεσαι ἐσύ.» Καὶ πάλι τὴ ρώτησε, «Τί κάνει ἡ μάνα σου;»

−−«Ξενοπλένει», ἀποκρίθηκε κείνη· μὰ ἔξαφνα ντράπηκε, ντράπηκε φοβερά, μὴν ἦταν πρόστυχη, ἡ δουλειὰ αὐτὴ καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἀστυνόμος εἶπε τὴ μάνα πρόστυχη γυναίκα καὶ βιαστικὰ πρόσθεσε, «Ὄχι ὄχι, εἶναι κεντήστρα…»

−«Μὲ τὸ κέντημά της βγάζει τὸ ψωμί σας;» ρώτησε ἡ κυρία, καὶ ὁ ἀστυνόμος γέλασε. Τρομαγμένη τὸν κύταξε κείνη· μήπως καὶ αὐτὸ ἦταν πρόστυχο;

−«Ὄχι!» εἶπε πάλι, «δεν κεντᾶ, οὔτε πλένει..».

− «Ἀμὲ πῶς ζῆτε;»

Δὲν ἤξερε πιὰ τί νὰ πεῖ· χαμένη κύταξε τὸν ἀστυνόμο ποῦ γελοῦσε, τὴν ἄλλη κυρία, τὴ γυναίκα μὲ τὰ κλειδιά, καὶ εἶπε ξαφνικά,

−«Μᾶς ζῆ ὁ πατέρας.»

− «Μὰ πέθανε ὁ πατέρας σου.»

Ἐκείνη τὰ ἔχασε ὁλότελα καὶ ἀποκρίθηκε,

− «Ὄχι, ξαναπαντρεύτηκε ἡ μάνα μου.»

Καὶ συλλογίστηκε πὼς δὲ θυμοῦνταν ποτὲ νὰ πῆγε σὲ γάμο τῆς μάνας, μά πὼς τὸ ἴδιο κάνει, ἀφοῦ ἦταν ἄντρες της ὅλοι αὐτοὶ οἱ «πατέρες.»

Καὶ οἱ κυρίες κρυφομιλοῦσαν καὶ ἡ μία εἶπε,

− «Βλέπεις πὼς εἶναι ὡς τὴν ψυχὴ διεφθαρμένο τὸ δύστυχο, μιὰ λέξη ἀληθινὴ δὲν εἶπε….»

− «Ἀμὲ ἀπὸ τέτοια μάνα….» εἶπε ἡ γυναίκα μὲ τὰ κλειδιά, ἀργοκουνώντας ἀπάνω κάτω τὸ κεφάλι.

Ἄχ, πῶς τὴν πόνεσαν! Πόσο βαθειὰ τὴν πλήγωσαν! Μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι λοξοκύταξε τὶς κυρίες, καὶ μῖσος τώρα γέμισε τὴν καρδιά της, μῖσος γιατὶ φοροῦσαν τόσα ὡραῖα πράματα καὶ γιατὶ λέγαν τὴν μάνα της πρόστυχη…

Ἔ, καὶ ἦταν πρόστυχη ἡ μάνα της, τὸ ἤξερε ! Ὅλοι οἱ φτωχοὶ εἶναι πρόστυχοι ἀφοῦ δουλεύουν. Αὐτὲς οἱ κυρίες δὲ δούλευαν ποτέ.

… Τὸ μάτι τῆς σταμάτησε στὸ λουστρίνι παπουτσάκι ποὺ ἔστεκε πιὸ κοντά της, καὶ θυμήθηκε τὸ γυμνὸ πόδι τῆς μάνας μὲ τὸ τσόκαρο σὰν ξενόπλενε…

Κ' ἐκεῖ ἀκούστηκαν φωνές, καὶ ἦταν ἡ μάνα ποὺ παρακαλοῦσε μὲ κλάματα νὰ τὴν ἀφήσουν νὰ μπεῖ μέσα· καὶ οἱ κυρίες τὴν πῆραν ἐκείνην, τὴν πῆγαν στὴν πλαγινὴ καμάρα ὅπου τὴν ἄφησαν μὲ τὴ γυναίκα ποῦ εἶχε τὰ κλειδιὰ στὴ μέση, ἔκλεισαν τὴν πόρτα.

Ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα ἄκουσε τὴ φωνὴ τῆς μάνας, ποὺ φώναζε νὰ τῆς δώσουν πίσω τὸ παιδί της· πὼς δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ τῆς πάρουν τὸ παιδί της καὶ ὁ ἀστυνόμος τὴν πρόσταξε νὰ σωπάσει, καὶ ἡ μάνα τώρα ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε, καὶ οἱ κυρίες τῆς ἔκοβαν τὸ λόγο κάθε τόσο, καὶ ὅλο παρακαλοῦσε κι ἔκλαιγε ἡ μάνα.

Καὶ στὸ πλαγινὸ δωμάτιο σκεπαρνιὲς κτυποῦσε ἡ καρδούλα στὰ στήθια της, καὶ βαστοῦσε τὴν ἀνάσα της γιὰ ν' ἀκούσει τί θὰ ἔλεγαν οἱ κυρίες καὶ ἡ μάνα.

Μὰ λίγο λίγο ἔσβηνε ἡ φωνὴ τῆς μάνας, ἐνῷ ἡ φωνὴ τῆς κυρίας ὅλο καὶ περισσότερο ἀκούουνταν, ὣς ποὺ σώπασε ὁλότελα ἡ μάνα καὶ μόνο κάπου κάπου ἕνα ἀναφυλλητό της ἀκούουνταν, καὶ ἡ φωνὴ τῆς κυρίας μονολογοῦσε ἀκόμα. Τέλος ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ ἡ κυρία μὲ τὸ γουνίσιο μανσόνι μπῆκε μέσα καὶ τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν πῆγε στὴν ἄλλη κάμαρα.

Ἦταν ἐκεῖ ἡ μάνα, χλωμὴ καί. κλαμένη, ντροπιασμένη, σὰ σπασμένη. Ἔκανε νὰ ὁρμήσει ν' ἀρπάξει τὸ παιδί της, μὰ ἡ κυρία τὴ σταμάτησε μ' ἕνα σήκωμα τοῦ χεριοῦ.

−«Μὴν ξεχνᾶς τὴν ὑπόσχεσή σου!» τῆς εἶπε.·

Καὶ ἡ μάνα ἔπνιξε τ' ἀναφυλλητά, ἐγεῖρε στὸ παιδί της ἀπάνω, τὸ φίλησε καὶ εἶπε,

−«Ν' ἀκοῦς, ν' ἀκοῦς τὶς κυρίες » καὶ γύρισε κ' ἔφυγε.

Καὶ κείνη ἔβγαλε μιὰ φωνή, «Μάνα! Μάνα !» μὰ ἡ μάνα δὲ γύρισε καὶ ἡ πόρτα ἔκλεισε, καὶ ἀπ' ἔξω ἀκούστηκαν μόνο τ' ἀναφυλλητὰ ποὺ ἀπομακρύνουνταν, ἀπομακρύνουνταν, ὣς ποὺ ἔσβησαν…

Γιατί δὲν ἔσπασε τότε ἡ καρδιά της; Γιατί δὲν πέθανε, νὰ τελειώσουν τὰ βάσανά της;

Ἡ ἀπελπισία τὴ βούβανε τότε, οὔτε φωνὴ ἔβγαλε, οὔτε δάκρυ. Χωρὶς ἀντιστάση ἄφησε νὰ τὴ βάλουν σ' ἕνα ἁμάξι καὶ νὰ τὴν πάνε ὅπου ἤθελαν, κοιτάζοντας ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν κατεβασμένη κουκούλα τὰ δέντρα καὶ τὰ σπίτια ποὺ κυνηγιοῦνταν καὶ χάνουνταν πίσω τους. Κ' ἔξαφνα τῆς εἶπε ἡ κυρία ποὺ τὴ συνώδευε,

−«Πόσων χρόνων εἶσαι ;

Σήκωσε τὰ μάτια καὶ ἀντάμωσε τὰ μάτια τῆς κυρίας, γλυκὰ καὶ ἤρεμα πίσω ἀπὸ τὸ ἀρὺ δίχτι τοῦ βελακιοῦ της.

Ἡ ἠρεμία αὐτὴ συγκρούστηκε μὲ τὴν ἀναστάτωση τῆς δικῆς της ψυχῆς· κι ἔσκυψε τὰ μάτια χωρὶς ν' ἀποκριθεῖ.

−«Δὲ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς;» εἶπε ἡ κυρία γελαστή, καὶ δὲ μίλησε πιά, ὣς ποὺ ἔφθασε στὸ ὀρφανοτροφεῖο, μεγαλόπρεπο ἄσπρο κτίριο, τριγυρισμένο μὲ μεγάλο περίβολο.

Στὴν αὐλὴ ἦταν πολλὰ κορίτσια ποὺ σταμάτησαν τὸ παιχνίδι γιὰ νὰ τὴ δοῦν, «τὴν καινούρια,» ποὺ περνοῦσε.

Μπῆκαν σ' ἕνα γραφεῖο, ὅπου ἔγραφε ἕνας κύριος, καὶ μὲ τὰ πρῶτα λόγια ποὺ τοῦ εἶπε ἡ κυρία, σηκώθηκε, ἔφερε ἕνα μεγάλο κατάστιχο, τὸ ἄνοιξε καὶ τὴ ρώτησε πῶς τὴ λέγουν. Μὰ καὶ πάλι δὲν ἀποκρίθηκε καὶ τὸ εἶπε ἡ κυρία, καὶ ὁ κύριος ἔγραψε τ' ὄνομά της.

Μιλοῦσαν σιγά, κ' ἐκείνη στέκουνταν στὸ παράθυρο κι ἔκανε πὼς κύταζε ἔξω· μὰ μερικὰ λόγια ἔφθασαν στ' αὐτιά της καὶ ξεχώρισε τὶς λέξεις «βρωμόσπιτο», «πρόστυχη γυναῖκα» καὶ «παλιογυναῖκα».

Καὶ τῆς ἦλθε μιὰ ἀπορία μεγάλη, μαζὶ καὶ μιὰ ἀπεράντη κούραση γιὰ ὅσα ἄκουε ἀπὸ τὸ πρωὶ χωρὶς νὰ τὰ πολυκαταλαβαίνει. Τί νὰ ἦταν ἆραγε ἡ τέχνη τῆς μάνας γιὰ νὰ λένε τὸ σπήτι βρωμόσπιτο καὶ τὴ μάνα παλιογυναῖκα…;

−«Ἕ, ἀντίο», τῆς εἶπε χαμογελώντας ἡ κυρία, «κύταξε νὰ εἶσαι καλὸ παιδὶ καὶ θὰ σ' ἀγαπᾶ πολὺ ὁ κύριος διευθυντής».

Τὴν πῆγαν ἀπάνω, σ' ἕνα δωμάτιο μὲ πέντε−ἕξη λουτρά, χωρισμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο μ' ἕναν τοῖχο ψηλό, τόσο ὅσο νὰ μὴ βλέπεις τί γίνουνταν στὸ πλάγι, τὴν ἔπλυναν, τὴν ἔλουσαν καὶ τῆς φόρεσαν τὸ σκοῦρο μπλοῦ φόρεμα καὶ τὴν ἄσπρη ποδίτσα τοῦ ὀρφανοτροφείου. Ὕστερα μιὰ δασκάλισσα τὴν πῆρε καὶ τὴν κατέβασε σὲ μιὰ τάξη ὅπου ἦταν καθισμένα στὰ θρανία μερικὰ κορίτσια.

−«Ξέρεις νὰ διαβάσεις;» τὴ ρώτησε ἡ δασκάλισσα, μὰ δὲν ἤξερε.

Καὶ ὅλην τὴν ὥρα ποὺ γίνουνταν τὸ μάθημα ἡ δασκάλισσα τὴν κράτησε κοντά της, καὶ στὸ διάλειμμα τὴν ἄφησε νὰ βγεῖ μὲ τ' ἄλλα παιδιά, μὰ ἀκολούθησε κ' ἐκείνη καὶ δὲν ἔφυγε ἀπὸ κοντά της οὔτε στὸ τραπέζι, οὔτε ὅλο τὸ ἀπόγεμα, οὔτε τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸ εἶχε παρατηρήσει, μὰ μιὰ δυὸ φορὲς ποὺ τὴν σίμωσαν ἄλλα κορίτσια, εὐθὺς βρέθηκε καὶ ἡ δασκάλισσα κοντά τους καὶ διέκοψε τὴν ὁμιλία.

Γιατί;…

Μὰ τὸ γιατὶ αὐτὸ ἔμεινε χωρὶς ἐξηγήση, ὅπως κ' ἕνα ἄλλο «γιατί», ποὺ στὸ τέλος τῆς τρίτης μέρας τὴν ξετρέλανε τόσο, ποὺ ξέκοψε ἀπὸ τ' ὀρφανοτροφεῖο.

Τὴν πρώτη μέρα τὰ κορίτσια τὴν κύταζαν μὲ περιέργεια, καὶ ἂν δὲν ἦταν ἡ δασκάλισσα, ποὺ ὅλην τὴν ὥρα τῆς ἔκοβε τὸ λόγο, θὰ εἶχε πιάσει μερικὲς φιλίες.

Μὰ ἀπὸ τὴ δεύτερη μέρα ἄρχισαν μερικὰ κρυφομιλήματα ἀναμεταξὺ στὶς πιὸ μεγάλες, καὶ στὶς μικρότερες· μερικὲς τὴ στραβοκύταξαν, ἄλλες, τὴν ἀποτσίφνωσαν, καὶ πρὶν τελειώσει τὸ δεύτερο διάλειμμα, ὅλες τὴν περιφρόνησαν καὶ ἀποτραβήχτηκαν ἀπὸ κοντά της, τόσο, ποὺ ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ κορίτσια ἔμεινε ὁλομόναχη, ἔρημη, λυπημένη ὅπως ποτὲ ἀκόμα σ' ὅλη της τὴ βαρεμένη ζωή.

Ὦ! τί λαχτάρα τὴν ἔπιασε τότε γιὰ τὸ φιλὶ τῆς μάνας ! Μὲ τὶ βαρειὰ καρδιὰ κάθησε σὲ μιὰ γωνίτσα τῆς αὐλῆς κι ἔκλαψε! Καὶ σὰν ἦλθε ἡ δασκάλισσα κ' ἔσκυψε ἀπάνω της καὶ τὴ ρώτησε τί εἶχε κ' ἔκλαιγε, πῶς τὴν πόνεσε τὸ ρώτημα, σὰν νὰ μὴν ἦταν φανερό ὁλοφάνερο, πὼς λαχταροῦσε τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας….

Καὶ ὕστερα, τὸ βραδύ, ὅταν σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ δεῖπνο, ἕνα κορίτσι μὲ μαῦρα πυκνὰ φρύδια, πέρασε κοντά της καὶ τῆς σφύριξε στὸ αὐτί.«Ποὺ νὰ χαθεῖς, κόρη τῆς…» καὶ πρόσθεσε μιὰ λέξη ποὺ δὲν τὴ θυμοῦνταν πιά, γιατὶ δὲν τὴν κατάλαβε οὔτε τότε. Καὶ γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ κορίτσι πῶς τὴν εἶπε τὴ μάνα καὶ τί θὰ πεῖ αὐτό· μὰ τ' ἄλλα κορίτσια γέλασαν καὶ μὲ τὶς σπροξιὲς τὴν ἀπομάκρυναν καὶ τὴν ἄφησαν πίσω κ' ἔμεινε τελευταία μέσα στὴ μακρόστενη τραπεζαρία, μὲ κεῖνο τὸ μεγάλο «γιατὶ» στὴν καρδιά, ποὺ ἀπάντηση δὲν εἶχε.

Γιατί;… Γιατὶ τὴν περιφρονοῦσαν τὰ κορίτσια; Γιατὶ τὴν παραφύλαγε ἡ δασκάλα; Γιατὶ ἦταν ἔτσι ἀλλαγμένη ἡ ἀτμόσφαιρα γύρω της, καὶ δὲν ἔνοιωθε παρὰ ἔχθρα καὶ παγωνιὰ παντοῦ;

Καὶ τὴ νύχτα στὸ κρεβατάκι της, μόνη ξυπνητὴ ἀνάμεσα σὲ τόσα ἄλλα κοιμισμένα κορίτσια, θυμήθηκε τὸ φιλὶ τῆς μάνας κ' ἔκλαψε, ἔκλαψε ὥς ποὺ ἀποκοιμήθηκε καὶ αὐτή.

Μὰ τὴν ἄλλη μέρα ἦταν ἀκόμα χειρότερα· ὅλες ἔφευγαν ἀπὸ κοντά της μόλις πλησίαζε, μόνο ἕνα κορίτσι γύρεψε μιὰ δύο φορὲς νὰ τὴν πάρει χωριστά, μιὰ μὲ πονηρὰ μάτια ποὺ καθόλου δὲν τῆς ἄρεζαν. Μὰ καὶ αὐτὴ δὲν πρόφθασε πολλὰ νὰ τῆς πεῖ, γιατὶ τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ἡ δασκάλισσα καὶ τὸ κορίτσι ἔφυγε τρεχάτο, καὶ τὴ δεύτερη φορὰ πρόφθασε μόνο νὰ τὴ ρωτήσει ἂν ἦταν «πρόστυχοι» ἢ «πλούσιοι» οἱ ἄντρες ποὺ ἔρχουνταν στῆς μητέρας της; Καὶ ἡ δασκάλισσα τ' ἄκουσε καὶ γύρισε, κατακόκκινη καὶ θυμωμένη, καὶ δὲν εἶπε τίποτα στὸ κορίτσι, μόνον ἐκείνην μάλωσε, καὶ τῆς εἶπε πὼς δὲν τῆς ἐπιτρέπει μὲ κανένα κορίτσι νὰ κάνει τέτοιες κουβέντες, καὶ τὴν πρόσταξε ν' ἀνέβει στὴν τάξη καὶ νὰ καθήσει μόνη νὰ μάθει τὸ μάθημά της.

Ὦ! ἐκείνη ἡ τρίτη μέρα! Τί ἄσχημη, τί μαύρη, τί παγωμένη, τί ἀτέλειωτη ποὺ ἦταν! Μαλωμένη καὶ τιμωρημένη, χωρὶς νὰ ξέρει γιατί, οὔτε νὰ κλάψει πιὰ δὲν μποροῦσε.

Καὶ σὰ βράδιασε παραέγινε τὸ πράμα. Συλλογίστηκε τὴ μάνα τόσο πολὺ καὶ τόσο δυνατά, ἡ λαχτάρα τοῦ φιλιοῦ της ἔγινε τόσο ἀνίκητη, ποὺ κατέβηκε σιγὰ σιγὰ στὸ κάτω πάτωμα, βρῆκε τὴν πόρτα ἀνοικτή, ξεγλύστρησε ἔξω στὰ σκοτεινά, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ περίβολου, βγῆκε στὸ δρόμο καὶ τὸ ἔβαλε στὰ πόδια, κατὰ τὴ συνοικία ὅπου κάθουνταν ἡ μάνα.

Ἡ καρδιά της χτυποῦσε δυνατά, καὶ ἀπὸ τὸ τρέξιμο καὶ ἀπὸ τρομάρα, μὴν τὴ δεῖ κανεὶς καὶ τὴ γνωρίσει καὶ τὴ φέρει πίσω· καὶ ὅπου ἔβλεπε ἀστυνόμο, γρήγορα τρύπονε σὲ καμμιὰ πόρτα ἢ στὴ σκιά ποὺ ἔρριχνε κανένα σταματισμένο ἁμάξι, καὶ πάλι ἔφευγε τρεχάτη, κουλουριάζοντας τὴν ποδιά της στὰ χέρια, μὴν ἀσπρίζει στὰ σκοτεινὰ καὶ τὴν προδώσει.

Ἔφθασε λαχανιασμένη στὸ σπίτι τῆς μάνας, τρεχάτη ἀνέβηκε τὴ σκάλα, χτύπησε τὴν πόρτα καὶ ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησία της ἄρχισε νὰ φωνάζει.

−«Μάνα! Ἄνοιξέ μου! Μάνα, ἐγὼ εἶμαι….»

Ἡ πόρτα ἄνοιξε, καὶ ἦταν ἡ μάνα, χλωμή, ταραγμένη, ἀλοιώτικη, καὶ τόσο ἔτρεμαν τὰ χείλια της ποὺ καὶ νὰ μιλήσει δὲν μποροῦσε.

Ἐκείνη ρίχθηκε στὴν ἀγκαλιά της, γελώντας, κλαίγοντας συνάμα, καὶ ἡ μάνα τὴν ἔσφιξε στὴν καρδιά της· κι ὕστερα σὰν τρομαγμένη γύρισε καὶ φώναξε.

−«Κλεῖσε τὴν πόρτα…..τ' ἀκοῦς; σφάλνα τὴν πόρτα».

Μιὰ πόρτα ἔκλεισε, καὶ τότε ἡ μάνα τὴ σήκωσε στὴν ἀγκαλιά της, τὴν πῆγε στὴν κάμαρά της καὶ κλειδώθηκε μαζί της.

− «Παιδάκι μου! Χρυσό μου…»

Ἄχ, τί ὡραῖο καὶ ζεστὸ καὶ γλυκὸ τὸ φιλὶ τῆς μάνας…

Μὰ λίγο βάσταξε. Τρέμοντας πάντα καὶ ταραγμένη τὴ ρώτησε, πῶς ἦλθε καὶ μὲ ποιόν; Καὶ κείνη τῆς εἶπε πώς δὲ θέλει νὰ μείνει στ' ὀρφανοτροφεῖο καί πὼς ξέκοψε καὶ ἦλθε μονάχη. Καὶ ἡ μάνα ἀντὶ νὰ χαρεῖ ἄρχισε νὰ τρέμει ἀκόμα περισσότερο καὶ νὰ μαλόνει καὶ νὰ τῆς λέγει πῶς εἶναι κακὸ κορίτσι, πὼς ποτέ, ποτὲ δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ τὸ πράμα, πὼς οἱ κυρίες ποὺ τὴν πῆραν τὴν ἀγαποῦσαν, πὼς οἱ δασκάλες τὴν ἀγαποῦσαν, καὶ τὰ κορίτσια στ' ὁρφανοτροφεῖο τὴν ἀγαποῦσαν, καὶ ὅλοι, ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν, καί πῶς ἐκείνη ἔφταιγε ἂν τὴ μάλωσαν, καί πὼς πρέπει νὰ πάγει πίσω καὶ νὰ γίνει αὐτὴ «τίμια γυναῖκα» καὶ νὰ μὴ μοιάσῃ τὴ μάνα…

Τῆς ἔλεγε, τῆς ἔλεγε πράματά ποὺ δὲν τὰ καταλάβαινε· καὶ οὔτε τὴν κύταζε, παρὰ εἶχε στηλώσει τὰ μάτια στὸ πάτωμα κ' ἔλεγε σὰ μάθημα τὰ παράξενα αὐτὰ λόγια, καὶ δάκρυα στάλαζαν πυρωμένα στὰ χεράκια τοῦ παιδιοῦ της ποὺ ὅλο καὶ περισσότερο τὰ ἔσφιγγε στὰ δικά της.

Καὶ λίγο λίγο πάγονε ἡ καρδούλα της, κι ἔνοιωθε πὼς ὅλα εἶχαν γκρεμίσει, πὼς οὔτε ἡ μάνα πιὰ δὲν τὴν ἀγαποῦσε…

Καὶ σὰν τὴν κατέβασε ἡ μάνα κάτω καὶ φώναξε ἕνα ἁμάξι καὶ μπῆκε μέσα μαζί της καὶ κάθησε πλάγι της, αὐτὴ δὲν ἀντιστάθηκε οὔτε μίλησε, οὔτε ἔκλαψε πιά. Σὰν τὴν πρώτη φορὰ ἔβλεπε τὰ δένδρα καὶ τὰ φανάρια, ἀναμένα τώρα, νὰ τρέχουν καὶ νὰ χάνονται πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη κουκούλα, καὶ συλλογίστηκε τί καλά ποὺ θὰ ἦταν νὰ πέθαινε…

Καὶ σὰ μπῆκαν πάλι στ' ὀρφανοτροφεῖο καὶ ἡ μάνα εἶπε τοῦ διευθυντὴ πὼς ἔφερε πίσω τὸ κορίτσι της νὰ τὸ τοῦ παραδώσει γιὰ νὰ τὸ κάνει ἐκεῖνος «τίμια γυναῖκα», γιατὶ αὐτὴ καταλάβαινε τὸν ξεπεσμό της καὶ δὲν ἤθελε νὰ καταστραφεῖ καὶ τὸ παιδί της, τῆς φάνηκαν ψέματα ὅλα τὰ πράματα στὸν κόσμο, κι ἕνα μόνο πράμα ἦταν ἀληθινό: τ' ὀρφανοτροφεῖο ἦταν φυλακὴ ὅπου ποτέ, ποτὲ πιὰ δὲ θὰ νοιώσει τὸ φιλὶ τῆς μάνας.

Τί ἔγεινε, οὔτε τὸ θυμοῦνταν ἔφαγε δὲν ἔφαγε, κοιμήθηκε δὲν κοιμήθηκε, ἰδέα δὲν εἶχε πιά. Γιατί ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἶδε τὴν πόρτα νὰ κλείσει πίσω ἀπὸ τὴ μάνα, μιὰ καὶ μόνη σκέψη τῆς ἔμεινε, στὸ κεφάλι: νὰ φύγει ἀπὸ τ' ὀρφανοτροφεῖο καὶ νὰ πάγει κατὰ τὰ μάτια της.

Καὶ γι' αὐτὸ τὴν ἄλλη μέρα ἔκανε ὅτι τῆς εἶπαν, ἔμαθε ὅ,τι ἤθελαν, ἔγραψε ὅσα καὶ ἂν τῆς παράγγειλαν, κλειστή, χωρισμένη ἀπὸ τὶς ἄλλες σ' ἕνα μικρὸ δωμάτιο ὅπου τὸ βράδυ χωριστὰ τῆς ἔστησαν ἕνα κρεβάτι. Μὰ ὅταν νύχτωσε καὶ τὴν κλείδωσαν μέσα κ' ἔμεινε μονάχη πάλι, ξαπλωμένη στὸ κρεβατάκι τῆς, ὅταν ἡσύχασε τ' ὀρφανοτροφεῖο καὶ ἀποκοιμήθηκαν ὅλοι, τότε σηκώθηκε, ντύθηκε σιγὰ σιγά, ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ πήδησε κάτω.

Τὸ καμαράκι ἦταν στὸ πρῶτο πάτωμα ἔπεσε χωρὶς νὰ χτυπήσει. Σηκώθηκε, ἔτρεξε στὸ πίσω μέρος τοῦ αὐλογήρου, σκαρφάλωσε στὰ κάγκελα καὶ πήδησε στὸ δρόμο.

Ποῦ νὰ πάγει δὲν ἤξερε. Ἐκεῖνο μόνο ποὺ ἤξερε ἦταν πὼς δὲν ἔπρεπε πιὰ νὰ πάγει στὴ μάνα, γιατὶ ἡ μάνα δὲν τὴν ἤθελε.

Κι ἔτσι ἄφησε πίσω τὴ χώρα καὶ τράβηξε κατὰ τὰ μάτια της. Βρέθηκε σὲ κάμπους ἄγνωστους ὅπου περνοῦσε ἕνας μακρύς, μακρὺς δρόμος καὶ σ' αὐτὸν ἔτρεξε πολλὴν ὥρα, ὣς ποὺ ἀπόστασε καὶ κάθησε.

Τώρα ἔκαμνε κρύο, πολὺ πολὺ κρύο, καὶ τὸ σκοῦρο μπλοῦ φόρεμα, ποὺ ἦταν καλὸ στ' ὀρφανοτροφεῖο μέσα, δὲν τὴ ζέσταινε τὴν νύχτα, ἔξω στοὺς κάμπους…

Καὶ συλλογίστηκε πάλι τὸ κρεβατάκι τοῦ ὀρφανοτροφείου, καὶ δεύτερη φορὰ πόθησε τὴ ζεστασιά του. Ἀλλ' ἀμέσως πάλι ἔπνιξε τὴ λαχτάρα, θυμήθηκε τὰ τελευταῖα λόγια τῆς μάνας, καὶ ἡ ἀγανάκτηση ποὺ ξύπνησε πάλι μέσα της τῆς ἔδωσε καινούργια δύναμη. Σηκώθηκε καὶ ἄρχισε πάλι νὰ τρέχει ὣς ποὺ ἔφθασε σὲ μιὰ σιδεροδρομικὴ γραμμή.

Ἐκεῖ σταμάτησε. Ποῦ βρίσκουνταν ἆραγε; Νὰ καθήσει; Νὰ τραβήξει ἀκόμα μπροστά της; Τὸ τραῖνο αὐτὸ ἀπὸ ποῦ ἔρχουνταν; Ποῦ πήγαινε; Ν' ἀκολουθήσει τὶς γραμμές; Καὶ ἀπὸ ποιὸ μέρος;.

Ἦταν τόσο κουρασμένη, ποὺ κάθησε πάλι χάμω καὶ ἀκούμπησε τοὺς ἄγκωνες στὰ γόνατά της καὶ τὸ σαγόνι στὶς χοῦφτες της καὶ κύταξε τ' ἄστρα πέρα, πέρα ἐκεῖ κάτω στὸν ὁρίζοντα ὅπου ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς ἑνόνονται.

… Ἀλήθεια δὲν τὴν ἀγαποῦσε πιὰ ἡ μάνα; Καὶ ἆραγε ἔφταιγε ἐκείνη γι' αὐτό;..

Τὸ ἀεράκι φύσηξε λίγο πιὸ δυνατὰ κ' ἑνὸς χαμόδενδρου τὰ φυλλαράκια τρεμοσάλεψαν πλάγι της. Ξεπετάχτηκε τρομαγμένη καὶ κύταξε γύρω.

Τίποτα δὲν κουνοῦσε, μόνο ἡ καρδούλα της χτυποῦσε, χτυποῦσε τόσο ποὺ τὴν ἄκουε ὣς μέσα στὸ κεφάλι της.

Καὶ τὴν ἔπιασε πάλι ἕνα βαθὺ παράπονο, χωρὶς δάκρυα, καὶ ὁ καϋμός της τῆς φάνηκε τόσο ἀνυπόφορος, ποὺ πόθησε τὸ θάνατο.

Ἄχ! νὰ ἤξερε ἀπό ποῦ νὰ γυρίσει νὰ πάγει στὴ θάλασσα, νὰ πέσει στὸ γιαλὸ νὰ πνιγεῖ. . .

Μὰ ἦταν ἆραγε ἀνάγκη νὰ πάγει στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πεθάνει; Ἄλλο θάνατο δὲν εἶχε; Ναὶ ἐδῶ, στὶς σιδερένιες γραμμές, δὲν μποροῦσε τὸ ἴδιο νὰ πεθάνει; Τόσες φορὲς ἄκουσε γιὰ τὸν τάδε καὶ τὸ δεῖνα πὼς τὸ τραῖνο τοῦ ἔκοψε τὸ ποδὶ ἢ τὸ χέρι καί πὼς πέθανε. Δὲν εἶχε παρὰ νὰ ξαπλωθεῖ στὰ σίδερα καὶ νὰ ἔλθει τὸ τραῖνο… Ἡ καρδιά της κτυποῦσε δυνατά, μὰ δὲ στάθηκε νὰ σκεφθεῖ. Ξαπλώθηκε στὰ σίδερα κ' ἔκλεισε τὰ μάτια.

Μὰ τὸ τραῖνο δὲν ἦλθε. Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ κύταξε τρομαγμένη γύρω. Τίποτα δὲν εἶδε, καὶ πάλι ἔκρυψε τὸ πρόσωπο στὶς χοῦφτες της.

Ἆραγε πονεῖ πολὺ τὸ τραῖνο ὅταν σὲ κόβει στὴ μέση;… Ἀνατρίχιασε ὅλη, μὰ δὲν κούνησε.

Τί ἦταν πιὸ τρομερό, νὰ σὲ κόβει τὸ τραῖνο ἢ νὰ σὲ πνίγει ἡ θάλασσα;

Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο τῆς φάνηκαν τρομακτικά, καὶ συλλογίστηκε τὸ σπίτι τῆς μάνας καὶ τὸ φιλί της.

Μὰ ἦταν ἆραγε ἀνάγκη νὰ πεθάνει;… Καὶ κάτι μέσα της σὰν ἐλπίδα ξύπνησε· μποροῦσε καὶ νὰ μὴν πεθάνει, ποιὸς τὴν ὑποχρέονε νὰ πεθάνει; Δὲν τὴν ἤθελε πιὰ ἡ μάνα; Ἂς πήγαινε ἀλλοῦ, ὅπου καὶ ἂν ἦταν. Μὰ τί ἀνάγκη νὰ τὴν κόψει τὸ τραῖνο;…

Ἔκανε ν' ἀνασηκωθεῖ καὶ πάλι ξαπλώθηκε στὰ σίδερα. Ποῦ νὰ πάγει; Θὰ τὴν ἔπιανε πάλι κανένας ἀστυνόμος, θὰ τὴν πήγαινε πάλι σὲ κανένα γραφεῖο κυριῶν, καὶ πάλι θὰ τὴν ἔβαζαν σὲ κανένα ὀρφανοτροφεῖο, ὅπου ποτέ, ποτὲ δὲ θὰ τὴ φιλοῦσε πιὰ ἡ μάνα…

Καὶ τέτοια ἀποθάρρυνση τὴν πλάκωσε, ποὺ δὲ φοβήθηκε πιὰ τὸ θάνατο, οὔτε τὸν πόνο, οὔτε τὴ φρίκη, καὶ πόθησε νὰ φθάσει τὸ τραῖνο νὰ τὴν πάρει ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ὅπου τόσο τόσο πόνεσε…

Ἕνα σφύριγμα τσιριχτὸ τὴν ξάφνισε καὶ τὴ σήκωσε στὰ πόδια της. Μακριὰ μπροστά της δύο μεγάλα φωτεινὰ μάτια κατάφθαναν μὲ μούγκρισμα ποὺ ὁλοένα μεγάλονε.

Ἔ, καλά! Τί τρόμαξε; Αὐτὸ ἦταν τὸ τραῖνο ποὺ θὰ τὴν ἔκοβε καὶ θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς…

Ὄρθια τὸ κύταζε ποὺ κατάφθανε, τὰ μάτια της μεγαλωμένα, ἄγρια, γουρλωμένα. Άκόμα λίγο, ἀκόμα λίγο, κουράγιο… Νὰ ριχθεῖ χάμω; Ν' ἀφήσει τὸ τραῖνο νὰ τὴ ρίξει καὶ νὰ τὴν κόψει…; Θὰ πονέσει;… Νάτο… νάτο… θὰ τὴν πάρει…

Ἔκλεισε τὰ μάτια, ἔκανε νὰ πέσει χάμω, ἡ γῆ κλονίστηκε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της, τὸ τραῖνο τὴν ἔπαιρνε… τελείωσε… ἀκόμα;…

Ἄνοιξε τὰ μάτια, εἶδε τὸ θηρίο ἀπάνω της σχεδόν, πέταξε μιὰ φωνή, ρίχθηκε πλάγια κ' ἔπεσε στὰ χώματα.

Καὶ μὲ κρότο σὰ βροντή, τὸ τραῖνο πέρασε κοντά της χωρὶς νὰ τὴν κόψει, καὶ βούτηξε στὸ σκοτάδι ὅπου λίγο λίγο τό κόκκινο φῶς τοῦ τελευταίου βαγονιοῦ μίκρεψε, θάμπωσε κι ἔσβησε.

Τότε ἔκρυψε τὸ πρόσωπο στὰ χέρια της κ' ἔκλαψε ἀπὸ ἀπελπισία καὶ κακοριζικιά, ποὺ δὲ στάθηκε, δὲν ἄφησε τὸ τραῖνο νὰ τὴν κόψει! Μιὰ στιγμὴ θὰ εἶχε πονέσει, καὶ τώρα θὰ εἶχε τελειώσει… Ἄχ, τί κουτή! Τί συχαμένη! Οὔτε νὰ πεθάνει δὲν μποροῦσε…

Σηκώθηκε πάλι καὶ ἄρχισε νὰ περπατᾶ, ἀκολουθώντας τὰ σίδερα κατὰ τὸ μέρος ὅπου χάθηκε τὸ τραῖνο.

Κ' ἔτσι ὅλη νύχτα πήγαινε, καὶ πότε κάθουνταν στὸ χῶμα νὰ ξεκουραστεῖ καὶ πότε σηκόνουνταν πάλι καὶ ξανάπαιρνε τὸ δρόμο της, σέρνοντας τὰ ποδαράκια της, ὣς τὴν ψυχὴ ἀπελπισμένη. Καὶ ὅταν ξημέρωσε βρέθηκε σὲ μιὰ χώρα ἄγνωστη, ἐμπρὸς σ' ἕνα σταθμὸ ὅπου μερικὰ τραμ μάζευαν ἀνθρώπους φτωχοντυμένους καὶ τοὺς πήγαιναν στὴν δουλειὰ τους.

Συλλογίζουνταν νὰ πάρει καὶ κείνη τὸ τράμ, γιατὶ δὲν μποροῦσε πιὰ ἀπὸ τὴν κούραση· μὰ δὲν εἶχε οὔτε λεπτὸ στὴν τσέπη, καὶ ὕστερα ποῦ θὰ πήγαινε;

Ἀποσταμένη κάθησε σ' ἕνα μπάγκο ἐμπρὸς στὸ σταθμό, ἀκούμπησε τὸ κεφάλι στὴν πλάτη τοῦ μπάγκου κ' ἔκλεισε τὰ μάτια.

Οὔτε νὰ συλλογιστεῖ πιὰ δὲν μποροῦσε ἀπὸ τὴν κούραση…

Ἕνα χέρι σήκωσε τὰ μαλλιὰ ἀπὸ τὸ μέτωπό της καὶ τὴν ξύπνησε· καὶ μιὰ φωνὴ τὴ ρώτησέ τί κάνει τέτοια ὥρα ἐδῶ; Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε ἕναν καλοντυμένο κύριο, σκυμμένο ἀπάνω της, ποὺ τὴν κύταζε μὲ συμπάθεια.

−«Γιατὶ δὲν εἶσαι στὸ σπίτι σου;» τὴ ρώτησε.

Αὐτὴ δὲν ἀποκρίθηκε, κ' ἔκλεισε πάλι τὰ μάτια γιατὶ ὅλα γύριζαν…

Καὶ πάλι τὴν ξύπνησε ἡ ἴδια φωνή, καὶ κάτι ζεστὸ τῆς ἔκαψε τὰ χείλια.

− «Πιές το… θὰ σοῦ κάνει καλό».

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε τὸν ἴδιο ἄντρα μ' ἕνα κουπάκι καφὲ καὶ γάλα, καὶ στὸ πλάγι ἕνα παιδὶ μὲ ποδιὰ καὶ μ' ἕνα δίσκο στὸ χέρι.

− «Βοήθα με νὰ τὴν πᾶμε στὸ καφενεῖο», εἶπε ὁ καλοντυμένος ἄγνωστος.

Καὶ οἱ δύο μαζὶ τὴν πῆραν καὶ τὴ βοήθησαν νὰ πάγει ἀντίκρυ, καὶ τὴν ἔμπασαν σὲ μιὰ σάλα μεγάλη, μὲ πολλὰ τραπέζια καὶ καρέγλες, μὰ χωρὶς κόσμο ἐκείνην τὴν ὥρα.

−«Φέρε καφὲ καὶ πάστες, καὶ… καὶ γιὰ δές; Φέρε καὶ κουραμπιέδες ἢ ὅ,τι ἄλλο καλὸ ἔχεις,» πρόσταξε ὁ κύριος κυτάζοντάς την.

Ποτὲ ἀκόμα δὲν εἶχε δεῖ τέτοια πολυτέλεια, τὸ ἄμοιρο μικρό, ποτὲ δὲν εἶχε φάγει τέτοιο ἐξαίσιο πρόγευμα. Καὶ ἡ καρδούλα της ἦταν φουσκωμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸν εὐεργέτη της.

Καθισμένος ἀντίκρυ της, αὐτὸς τὴν κύταζε, στρίβοντας σκεπτικὰ τὸ μαῦρο του μουστάκι.

−«Πάρε ἀκόμα γάλα, πάρε πάστες… θέλεις καὶ ἄλλον καφέ;» τὴ ρώτησε χαμογελώντας. Καὶ κείνη ντράπηκε γιὰ τὴν πείνα της καὶ κατέβασε τὰ μάτια.

Μὰ ἦταν τόσο εὐγενικὸς καὶ καλός, καὶ μὲ τόση συμπάθεια χάδευε κάθε λίγο τὸ χέρι της, ποὺ σιγὰ σιγὰ ξεπάγωσε καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε σὲ ὅσα τὴ ρωτοῦσε· καὶ τοῦ εἶπε πὼς δὲν εἶχε πιὰ σπίτι, πὼς ἔφυγε ἀπὸ τ' ὀρφανοτροφεῖο, πὼς τώρα ποὺ δὲν τὴν ἤθελε πιὰ ἡ μάνα, αὐτὴ ἦταν μόνη, μόνη στὸν κόσμο.

−«Μὴν κλαῖς» τῆς εἶπε γλυκὰ ὁ κύριος, κ' ἔσκυψε καὶ τὴ φίλησε στὰ μάτια, «δὲν κάνει νὰ χαλᾶς τέτοια ὡραῖα μάτια· αὐτὰ εἶναι περιουσία!»

Κ' ἐπειδὴ ἐκείνη δὲν καταλάβαινε,

−«Πόσων χρονῶν εἶσαι;» τὴ ρώτησε.

Τοῦ τὸ εἶπε καὶ κεῖνος σάστισε, μὰ καὶ χάρηκε συνάμα.

−«Μοιάζεις τόσο μικρούλα!» τῆς εἶπε χαδιάρικα. Ἔστριψε πάλι τὸ μουστάκι του καὶ τὴ ρώτησε, «Θέλεις νὰ ἔλθεις μαζί μου;»

Ἐκείνη κοκκίνησε ἀπὸ συγκίνηση καὶ χαρά.

−«Μὲ παίρνετε στὸ σπίτι σας!» ρώτησε δειλά, «μὰ δὲν ξέρω καλὰ ἀπὸ σιγύριο… γιὰ ἕναν κύριο σὰν καὶ σᾶς…»

−«Δὲ σοῦ ζητῶ σιγύριο,» τῆς εἶπε, «ἔλα μαζί μου καὶ θὰ σ' ἔχω βασίλισσα.» Καὶ μὲ τὸ χέρι χάδεψε τὰ μαλλιά της. «Μὲ τέτοιο βασιλικὸ διάδημα καὶ μὲ τέτοια μάτια ποὺ ἔχεις ἐσύ, ψυχή μου, ποιὰ γυναῖκα δουλεύει!»

Τῆς φαίνουνταν ὄνειρα ἀπίστευτα ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουε, καὶ πάλι δειλὰ ρώτησε.

−«Τὶ δουλειὰ θὰ μοῦ δώσετε στὸ σπίτι σας;»

−«Καμιά,» τῆς εἶπε ὁ κύριος, καὶ τὴ φίλησε πάλι, αὐτὴ τὴ φορὰ στὰ χείλια.

Τὸ φιλί του τὴν τάραξε· μιὰ στιγμὴ τὸν κύταξε, γυρεύοντας νὰ καταλάβει κάτι ποὺ τῆς ξέφευγε, καὶ πάλι κατέβασε τὰ μάτια.

−«Καμιὰ δουλειὰ δὲ θὰ σοῦ δώσω,» τῆς εἶπε, «μόνο θὰ σὲ πάγω στὸ σπίτι μου καὶ θὰ σοῦ δώσω ὡραία φορέματα καὶ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρίκια, γιατὶ ἔχεις μάτια τέτοια ποὺ πολλοὺς θὰ ξετρελάνεις καὶ οἱ πλούσιοι κύριοι θὰ σοῦ χαρίσουν ὅ,τι ζητήσεις, φθάνει νὰ κάνεις ἐκεῖνο ποὺ σοῦ λέγω. Θέλεις;»

Μαγεμένη τὸν κύταζε, καὶ ὅλη της τὴν ψυχὴ τὴν ἔβαζε στὸ βλέμμα της, μὰ λόγια δὲν εὕρισκε γιὰ νὰ πεῖ τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ φούσκονε τὴν καρδούλα της.

Καὶ σὰν τὴν ἔβαλε στὸ ἁμάξι καὶ πήδησε μέσα κοντά της, ξέχασε τὰ βάσανά της ὅλα, τοὺς τρόμους τῆς περασμένης νύχτας, τὸν πόθο της γιὰ τὸ θάνατο, ἀκόμα καὶ τὸ φιλὶ τῆς μάνας…

Καημένο ἀρνάκι ἄσπρο, ποὺ τὸ ἅρπαξε ὁ μαῦρος κόσμος…