Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ἀνάλημμα
2 items total [1 - 2]
ανάλημμα το [análima] Ο49 : (αρχιτ.) κάθετο υποστήριγμα, κυρίως τοίχος ψηλός και με μεγάλο πάχος, που συγκρατεί χώματα από κατολίσθηση ή κτίσμα από κατάρρευση· (πρβ. αντέρεισμα).

[λόγ. < ελνστ. ἀνάλημμα, αρχ. σημ.: `επίδεσμος για τραυματισμένο μέλος΄]

αναλημματικός -ή -ό [analimatikós] Ε1 : (αρχιτ.) που έχει σχέση με το ανάλημμα ή που έχει μορφή αναλήμματος: ~ τοίχος.

[λόγ. αναλημματ- (ανάλημμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go