Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ύπουλος -η -ο [ípulos] Ε5 : που κάτω από μια φαινομενικά φιλική και καθησυχαστική εμφάνιση και συμπεριφορά κρύβει υποκρισία και δολιότητα: ~ εχθρός / σύμμαχος. Ύπουλη γυναίκα. || Ύπουλη αρρώστια, που εκδηλώνεται μόνο σε προχωρημένο στάδιο. Παίζει ύπουλο παιχνίδι, χωρίς να εφαρμόζει τους συμφωνημένους κανόνες.
ύπουλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὕπουλος, αρχ. σημ. `με κρυφές πληγές΄]



