Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμορφος
1 εγγραφή
όμορφος -η -ο [ómorfos] Ε5 : που ευχαριστεί τις αισθήσεις μας και την ψυχή μας· ωραίος. ANT άσχημος. 1. που έχει τέτοια εξωτερικά χαρακτηριστικά, ώστε να προκαλεί αισθητική συγκίνηση σ΄ εκείνον που τον βλέπει: Ένας ~ τόπος / ζωγραφικός πίνακας. Όμορφη εκκλησία / πόλη. Όμορφα λουλούδια / μάτια. || (ιδ. για άνθρωπο) που έχει ωραία χαρακτηριστικά, ιδίως στο πρόσωπο. ANT δύσμορφος: ~ άντρας. Όμορφη γυναίκα / κοπέλα. Όμορφο αγόρι / κορίτσι / ζώο. Παιδί όμορφο σαν αγγελούδι. 2. που έχει τέτοια στοιχεία, τέτοιες ιδιότητες, ώστε να προκαλεί ευχαρίστηση ή ικανοποίηση: Όμορφη ζωή / μέρα / πράξη. ομορφούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. ομορφούλης ο θηλ. ομορφούλα YΠΟKΟΡ για όμορφο άνθρωπο. ομορφούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως για άνθρωπο. όμορφα ΕΠIΡΡ ωραία. ANT άσχημα. 1. με τρόπο που θέλγει, ευχαριστεί, ικανοποιεί τις αισθήσεις: Nτύνεται / χορεύει ~. || ευγενικά: Mίλα πιο ~. 2. ευχάριστα: Περάσαμε πολύ ~. ομορφούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. ομορφούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. όμορφος < έμορφος ( [e > o] από συμπροφ. με το άρθρο: ο έμορφος) < αρχ. εὔμορφος με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] · όμορφ(ος) -ούτσικος· μσν. *ομορφούλης (πρβ. μσν. μορφούλης) < όμορφ(ος) -ούλης· ομορφούλ(ης) -α· ομορφούλ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες