Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωφελιμισμός
1 εγγραφή
ωφελιμισμός ο [ofelimizmós] Ο17 : φιλοσοφική, ηθική θεωρία που ταυτίζει το ηθικά καλό με το ωφέλιμο· ωφελιμοκρατία: Tη θεμελιώδη αρχή του ωφελιμισμού την αποτελεί η επιτυχία, όχι η ηθικότητα. Πνεύμα ωφελιμισμού.

[λόγ. ωφελιμ(ιστής) -ισμός μτφρδ. αγγλ. utilitarianism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες