Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ωφέλιμος
1 item total
ωφέλιμος -η -ο [ofélimos] Ε5 : που ωφελεί κπ. ή κτ., που έχει μια καλή επίδραση ή αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ.· επωφελής, ευεργετικός, χρήσιμος. ANT ανώφελος, βλαβερός, βλαπτικός: Ωφέλιμες ενέργειες / σκέψεις / συμβουλές. Ωφέλιμο βιβλίο. Άνθρωπος ~ για την κοινωνία. (λόγ. έκφρ.) (συνδυάζω) το τερπνό(ν)* μετά του ωφελίμου. || (ειδ.): Ωφέλιμο φορτίο / βάρος, το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, σε αντιδιαστολή προς το μεικτό βάρος ή προς το απόβαρο. ωφέλιμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὠφέλιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go