Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωταλγία
1 εγγραφή
ωταλγία η [otaljía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος στο αυτί: Yποφέρω από ωταλγίες.

[λόγ. < ελνστ. ὠταλγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες