Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωσότου
1 εγγραφή
ωσότου [osótu] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις· έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου. 1. δηλώνει πραγματικό γεγονός, το οποίο διακόπτει τη διάρκεια της πράξης που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου: Tου τραγουδούσε, ~ κοιμήθηκε. 2. (ακολουθείται από το να) α. δηλώνει προσδοκώμενη πράξη, η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου να, έως ότου να, μέχρι (που) να: ~ να τελειώσει, ας μην τον ενοχλήσει κανείς. β. (συχνά σε διηγήσεις) δηλώνει πραγματικό γεγονός, το οποίο χρονικά ακολουθεί την πρά ξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης: Δυσκολεύτηκε πολύ, ~ να αποφασίσει.

[λόγ. < ελνστ. φρ. ἕως ὅτου με αποβ. του ε κατά το ώσπου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες