Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ωσαννά [osaná] επιφ. : (εκκλ.) για να υμνηθεί ο Θεός: ~ ο εν τοις υψίστοις, «Δόξα ο εν τοις υψίστοις». || ύμνοι που αρχίζουν με το “ωσαννά”, που δοξάζουν το μεγαλείο του Θεού.
[λόγ. < ελνστ. ὡσαννά < εβρ. hōshī῾āh nnā `σώσε τώρα, δεόμαστε΄]



