Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ωοτόκος -ος / -α -ο [ootókos] Ε14 : (ζωολ.) για ζώο που αναπαράγει το είδος του με ωοτοκία. ANT ζωοτόκος: Ωοτόκα ερπετά. Tα περισσότερα από τα είδη του ζωικού βασιλείου είναι ωοτόκα.
[λόγ. < αρχ. ᾠοτόκος]



