Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψώνιο
1 εγγραφή
ψώνιο το [psóno] Ο39 : 1.(πληθ.) ό,τι αγοράζει κανείς για ποικίλες καθημερινές ανάγκες (τροφής, ενδυμασίας κτλ.): Πηγαίνω / βγαίνω για ψώνια στην αγορά. Kάνω τα ψώνια μου, ψωνίζω. Tα καθημερινά ψώνια. Tο βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια. Προσφέρθηκε να κουβαλήσει αυτός την τσάντα με τα ψώνια. Έχω να κάνω κτ. ψώνια. || (σπάν. στον εν.) Πάω να κάνω κανένα ~. 2. (ειρ.) για κτ. (ασχολία, επιδίωξη, συνήθεια κτλ.) προς το οποίο έχει κανείς μονίμως στραμμένη τη σκέψη του ή κάθε δραστηριότητά του· μανία· (πρβ. πάθος): Έχει το ~ να μαζεύει γραμματόσημα. H μουσική είναι το ~ τους. Έχει το ~ να θέλει να γίνει ηθοποιός. ΦΡ (λαϊκ.) την κάνω ~, χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου εξαιτίας ενός αιφνίδιου και έντονου συναισθήματος (μανίας, οργής, έκπληξης κτλ.)· την ψωνίζω· (πρβ. τρελαίνομαι). 3. (προφ., για πρόσ.) α. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που, εξαιτίας της ακρισίας και της αφέλειάς του, εύκολα τον εξαπατούν ή τον περιγελούν· κορόιδο: Για ~ με πέρασες και θες να μου πουλήσεις αυτή την παλιατζούρα; || συνήθ. για γυναίκα που, από αφέλεια και μικρόνοια, παρασύρεται εύκολα σε ερωτικές σχέσεις: Δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς μ΄ αυτό το ~; β. για κπ. που οι ενέργειές του ή η συμπεριφορά του είναι παράλογες, παράξενες· παλαβός, τρελός: Mεγάλο ~ ο διπλανός μας· τρελός επιστήμονας. ψωνάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 3: Mεγάλη ~ η γκόμενα!

[μσν. *ψώνι (πρβ. μσν. ψούνι με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] ) < ελνστ. ὀψώνιον `αμοιβή εργασίας΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ὄψον `προσφάγι΄· ψών(ιο) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες