Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψύχω
5 items total [1 - 5]
ψύχω [psíxo] -ομαι Ρ3 : κάνω κτ. ψυχρό, μειώνω τη θερμοκρασία του έως ότου γίνει ψυχρό· (πρβ. κρυώνω, παγώνω).

[λόγ. < αρχ. ψύχω]

ψυχωμένος -η -ο [psixoménos] Ε3 : που έχει γενναία, θαρραλέα ψυχή· αντρειωμένος. ANT λιγόψυχος: Ψυχωμένο παλικάρι.

[μππ. του ελνστ. ψυχῶ `δίνω ψυχή΄]

ψύχωση η [psíxosi] Ο33 : 1.(ψυχιατρ.) ψυχασθένεια κατά την οποία ο ασθενής δεν αναγνωρίζει (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη νεύρωση) τη νοσηρότητά του. 2α. βασανιστική έμμονη ιδέα που προκαλεί ταραχή στη συνείδηση ατόμου ή συνόλου: Mαζική ~. β. (μτφ.) υπερβολικό πάθος, αγάπη για κτ.: Έχει ~ με τη μουσική.

[λόγ. < γαλλ. psychose < psych(o)- = ψυχ(ο)- 2 -ωσις > -ωση κατά το névrose = νεύρωση (διαφ. το ελνστ. ψύχωσις `αναζωογόνηση΄)]

ψυχωτικός -ή -ό [psixotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψύχωση: Ψυχωτική συμπεριφορά. Ψυχωτική κατάσταση.

[λόγ. < γαλλ. psychotique < psycho(se) = ψύχω(σις) -tique = -τικός]

ψυχωφελής -ής -ές [psixofelís] Ε10 : που συντελεί στη διάπλαση ηθικού και ενάρετου χαρακτήρα· ηθοπλαστικός. ANT ψυχοφθόρος: Ψυχωφελή αναγνώσματα.

[λόγ. < ελνστ. ψυχωφελής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go