Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψύχος
5 items total [1 - 5]
ψύχος το [psíxos] Ο46 (χωρίς πληθ.) : η κατάσταση του περιβάλλοντος η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη αισθητής θερμότητας· ο ψυχρός καιρός, η ψυχρότητα της ατμόσφαιρας: Έντονο ~. Εξαιτίας του ψύχους πέθαναν δεκάδες άνθρωποι. Πολικό* ~.

[λόγ. < αρχ. ψῦχος & σημδ. αγγλ. cold wave]

ψυχοσάββατο το [psixosávato] Ο41 : Σάββατο αφιερωμένο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθόδοξης Xριστιανικής Εκκλησίας, σε γενικό μνημόσυνο των ψυχών των πεθαμένων.

[ψυχο- 1 + Σάββατο (πρβ. μσν. φρ. Σάββατον ψυχών)]

ψυχοσύνθεση η [psixosínθesi] Ο33 : το σύνολο των ψυχικών ιδιοτήτων ατόμου ή ομάδας, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο συναισθάνεται ή σκέφτεται· ψυχοσύσταση: Οι αντιδράσεις μας σε ένα εξωτερικό ερέθισμα ποικίλλουν ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή μας. H ~ του Έλληνα.

[λόγ. ψυχο- 2 + σύνθε(σις) -ση]

ψυχοσύσταση η [psixosístasi] Ο33 : η ψυχοσύνθεση ατόμου ή ομάδας: Ο κάθε λαός έχει ξεχωριστή ~, καθορισμένη από το περιβάλλον και τους όρους της ζωής του.

[λόγ. ψυχο- 2 + σύστα(σις) -ση]

ψυχοσωματικός -ή -ό [psixosomatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως· ψυχικός και σωματικός μαζί: H ψυχοσωματική κατάσταση ενός ατόμου. Ψυχοσωματικές ασθένειες.

[λόγ. < αγγλ. psychosomatic < psycho- = ψυχο- 2 + αρχ. σωματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go