Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωμάδικο
1 εγγραφή
ψωμάδικο το [psomáδiko] Ο41 : (προφ.) το κατάστημα που παρασκευά ζει ή και πουλά ψωμί· αρτοποιείο, φούρνος.

[ψωμ(ί) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες