Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψυχοσωματικός -ή -ό [psixosomatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως· ψυχικός και σωματικός μαζί: H ψυχοσωματική κατάσταση ενός ατόμου. Ψυχοσωματικές ασθένειες.
[λόγ. < αγγλ. psychosomatic < psycho- = ψυχο- 2 + αρχ. σωματικός]



