Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψυχοπλακώνω [psixoplakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. αίσθημα μεγάλης ψυχικής πίεσης· καταθλίβω: Tον ψυχοπλάκωσα με τα άσχημα νέα που του είπα. || Ψυχοπλακώθηκα με το περιβάλλον του νοσοκομείου.
[ψυχο- 1 + πλακώνω]



