Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχολογικός
1 εγγραφή
ψυχολογικός -ή -ό [psixolojikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχολογία: Ψυχολογική μελέτη. Ψυχολογικό εργαστήριο. 2. που σχετίζεται με την ψυχική κατάσταση κάποιου: Aπό τότε που πέθανε η γυναίκα του, βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. ~ πόλεμος, σειρά από ενέργειες που αποσκοπούν στην εξασθένιση της ηθικής και ψυχικής αντοχής του αντιπάλου· (πρβ. πόλεμος νεύρων). Ψυχολογική βία, άσκηση βίας εις βάρος κάποιου, κυρίως με τη χρήση απειλών. Ψυχολογικό μυθιστόρημα. ψυχολογικά & (λόγ.) ψυχολογικώς ΕΠIΡΡ: Άνθρωπος πεσμένος ~.

[λόγ. < γαλλ. psychologique < psycholog(ie) = ψυχολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. ψυχολογικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες