Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχοθεραπεία
1 item total
ψυχοθεραπεία η [psixoθerapía] Ο25 : θεραπευτική αγωγή η οποία συνίσταται στην εφαρμογή μεθόδων που επιδρούν στην ψυχική κατάσταση του ασθενούς.

[λόγ. < γερμ. Ρsychotherapie < psycho- = ψυχο- 2 + -therapie = -θεραπεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go