Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχιατρείο
1 item total
ψυχιατρείο το [psixiatrío] Ο39 : νοσοκομείο ειδικό για την περίθαλψη των ψυχασθενών· φρενοκομείο, τρελοκομείο: Δημόσιο ~. Tο δικαστήριο διέτα ξε τον εγκλεισμό του σε ~.

[λόγ. ψυχίατρ(ος) -είον κατά το νοσοκομείον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go