Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψυχιατρείο το [psixiatrío] Ο39 : νοσοκομείο ειδικό για την περίθαλψη των ψυχασθενών· φρενοκομείο, τρελοκομείο: Δημόσιο ~. Tο δικαστήριο διέτα ξε τον εγκλεισμό του σε ~.
[λόγ. ψυχίατρ(ος) -είον κατά το νοσοκομείον]



