Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψυχανώμαλος -η -ο [psixanómalos] Ε5 : (ειρ.) για άτομο με διαταραγμένο ψυχικό κόσμο. || (ως ουσ.): Όλοι οι ψυχανώμαλοι εδώ μέσα ήταν μαζεμένοι.
[ψυχ(ο)- 2 + ανώμαλος]



