Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψοφίμι
1 item total
ψοφίμι το [psofími] Ο44 : 1.πτώμα ζώου που έχει μείνει άταφο και έχει αρχίσει να μυρίζει: Tα κοράκια τρέφονται με ψοφίμια. Mυρίζει ~. 2. (μτφ., προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά αδύναμου, χωρίς καθόλου ζωντάνια, ζωηρότητα· (πρβ. ψόφιος): Άντε βρε ~! περπάτα πιο γρήγορα.

[μσν.(;) *ψοφιμαίον (< ψοφ(ώ) -ιμαίον αναλ. προς το ελνστ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄) > πληθ. ψοφιμαία > νέος εν. ψοφίμι κατά το σχ.: καλάμια - καλάμι, θαλάμια - θαλάμι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go