Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψιχάλα
1 item total
ψιχάλα η [psixála] Ο25α : σταγόνα βροχής: Ψιλές / χοντρές ψιχάλες.

[μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο `ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go