Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψιλοβρέχει [psilovréxi] Ρ αόρ. ψιλόβρεξε, απαρέμφ. ψιλοβρέξει : πέφτει ψιλή βροχή (ψιχαλίζει) ή απλώς λίγη και κατά αραιά διαστήματα: ~ όλη την ημέρα.
[ψιλο- + βρέχει]



