Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηφοδέλτιο
1 εγγραφή
ψηφοδέλτιο το [psifoδéltio] Ο40 : α.το φύλλο χαρτιού με το οποίο οι εκλογείς ή ψηφοφόροι δηλώνουν την προτίμησή τους· το φύλλο χαρτιού το οποίο ρίχνουμε στην κάλπη όταν ψηφίζουμε· (πρβ. ψήφος): Έγκυρο / άκυρο / λευκό ~. Έντυπο / χειρόγραφο ~. Kαταμέτρηση / διαλογή ψηφοδελτίων. β. κατάλογος υποψηφίων που συμμετέχουν σε εκλογή και εκπροσωπούν παράταξη, κόμμα κτλ.· συνδυασμός: Συγκροτώ / καταρτίζω / ανακοινώνω το ~ μιας παράταξης. Yποστηρίζω / καταψηφίζω / προπαγανδίζω το ~ ενός κόμματος. Kομματικό / παραταξιακό ~. ~ επικρατείας. || Ενιαίο ~, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των υποψηφίων, χωρίς διάκριση παρατάξεων.

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + δελτίον μτφρδ. γαλλ. bulletin de vote]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες