Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψησταριά η [psistarjá] Ο24 : 1.συσκευή ή εγκατάσταση ειδική για το ψήσιμο κρεάτων στα κάρβουνα: ~ με σούβλα. || Hλεκτρική ~, με ηλεκτρικό ρεύμα. 2. εστιατόριο όπου σερβίρονται φαγητά παρασκευασμένα σε ψησταριά· ψητοπωλείο.
[ψήστ(ης) -αριά]



