Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηλός
2 εγγραφές [1 - 2]
ψήλος το [psílos] Ο46 : (λαϊκότρ.) ύψος: Ένας φράχτης δύο μπόγια ~. ΕΠIΡΡ ΦΡ πάει του ψήλου, πετά προς τα πάνω ή ψηλώνει πολύ.

[< ψηλός υποχωρ., αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: λεπρός - λέπρα, καστανός - κάστανο]

ψηλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.που έχει ύψος αρκετό ή μεγάλο σε σχέση με ένα άλλο που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο· (πρβ. υψηλός): α. (για έμψ.) ANT κοντός: ~ άντρας. Ψηλή γυναίκα. Ψηλό παιδί. Ψηλό άλογο. Φαίνεται λίγο ψηλότερος, επειδή είναι πιο αδύνατος. β. (για άψ.) ANT χαμηλός: ~ τοίχος / φράκτης / πύργος. Ψηλό κτίριο / σπίτι / καμπαναριό / δέντρο / κυπαρίσσι / βουνό. Ψηλό τραπέζι / σκαμνί. Ψηλή καρέκλα. Ψη λό καπέλο. Ψηλά τακούνια. ΦΡ τα ψηλά καπέλα*. 2. που βρίσκεται σε σχετικά αρκετό ή μεγάλο ύψος από το έδαφος. ANT χαμηλός: Ψηλό ταβάνι. Tα ψηλά ράφια μιας βιβλιοθήκης. || που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο: Ψηλά αλώνια. H ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λίγα*. ψηλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ: Ψηλούτσικο δεντρί. ψηλά* ΕΠIΡΡ.

[μσν. ψηλός (στη νέα σημ.) < αρχ. ὑψηλός `που βρίσκεται ψηλά, μεγαλόπρεπος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· ψηλ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες