Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψευτιά
1 item total
ψευτιά η [pseftxá] Ο24 : (οικ.) το ψέμα: Άσε τις ψευτιές και πες την αλήθεια. Bασιλεύει η ~. Πλούτισε με την ~ και την απάτη.

[ψεύτ(ης) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go