Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδοροφή η [psevδorofí] Ο29 : πρόσθετη οροφή σε εσωτερικό χώρο που κατασκευάζεται για διακοσμητικούς, αισθητικούς λόγους και καλύπτει την πραγματική οροφή.
[λόγ. ψευδ(ο)- + οροφή μτφρδ. γαλλ. faux plafond]