Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψευδαίσθηση
1 item total
ψευδαίσθηση η [psevδésθisi] Ο33 : 1.(ψυχ.) το φαινόμενο κατά το οποίο, χωρίς να υπάρχει εξωτερικό ερέθισμα, σχηματίζεται στη συνείδησή μας μια μνημονική ή φανταστική παράσταση με τόση σαφήνεια και ζωηρότη τα, ώστε να την αντιλαμβανόμαστε ως πραγματική· η αντίληψη πράγματος ή γεγονότος το οποίο δεν υπάρχει, η αντίληψη χωρίς εξωτερικό ερεθι σμό: Οπτική / ακουστική / οσφρητική / απτική ~. Οι ψυχασθενείς που δεν ακούν έχουν συχνά ψευδαισθήσεις της ακοής. 2. (γενικότ.) ψευδής και αντίθετη προς την πραγματικότητα αντίληψη, εκτίμηση μιας κατάστασης· αυταπάτη: Zει με ψευδαισθήσεις. Tου καλλιεργούν την ~ ότι αυτός διευθύνει τα πάντα, για να τον χρησιμοποιούν καλύτερα. Είναι πραγματιστής γι΄ αυτό δεν έχει ψευδαισθήσεις.

[λόγ. ψευδ(ο)- + αίσθη(σις) -ση κατά το παραίσθησις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go