Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψείρας ο [psíras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που από υπερβολική σχολαστικότητα δίνει σημασία σε ανούσιες λεπτομέρειες. || (σπανιότ., ως θετικός χαρακτηρισμός) σχολαστι κός, λεπτολόγος, προσεκτικός: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του.
[ψείρ(α) -ας]